Στην καθημερινή μας ζωή έχουμε τις παραπάνω λέξεις ως καθιερωμένο τρόπο χαιρετισμού ή αποχαιρετισμού, όπως συνέβαινε και στην αρχαιότητα‒ εμείς χρησιμοποιούμε επίσης και τον σύνθετο, με δύο λέξεις, χαιρετισμό «γεια (και) χαρά».
Και πρώτα οι τύποι «χαίρε – χαίρετε»: Είναι προστακτικές του ρήματος χαίρω,* το οποίο σημαίνει νιώθω χαρά, είμαι ευχαριστημένος, συνεπώς δηλώνουν την ευχή, να ’σαι χαρούμενος (-η) – να ’στε χαρούμενοι (-ες), και αποτελούσαν χαιρετιστήριες ή αποχαιρετιστήριες προσφωνήσεις των αρχαίων.
Ο Λουκιανός σε ένα κείμενό του διασώζει την παράδοση για το ποιος και πότε είπε πρώτη φορά το χαίρετε. Γράφει λοιπόν ο Σύρος συγγραφέας πως ο δρομέας Φειδιππίδης, μόλις έφτασε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα, ανήγγειλε τη νίκη στους άρχοντες που περίμεναν με αγωνία το τέλος της μάχης λέγοντας ‒ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
Χαίρετε, νικῶμεν, καὶ τοῦτο εἰπὼν συναποθανεῖν τῇ ἀγγελίᾳ
καὶ τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι.
Σε μετάφραση
« Χαίρετε (χαρείτε), νικάμε», και, μόλις είπε αυτό, έσβησε μαζί με το άγγελμα και ξεψύχησε μαζί με το χαίρε.
Ως έκφραση αποχαιρετισμού παρουσιάζουμε εδώ τον τύπο χαῖρε όπως απαντά στους Βατράχους του Αριστοφάνη. Στην κωμωδία αυτή ο Διόνυσος συνοδευόμενος από τον δούλο του, τον Ξανθία, πηγαίνει στο σπίτι του Ηρακλή για να τον συμβουλευτεί σχετικά με τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν για τον ΄Αδη ‒ ελλείψει αξιόλογου ποιητή ανάμεσα στους ζωντανούς, σκέφτεται να ανεβάσει στον πάνω κόσμο τον Ευριπίδη. Μετά το τέλος της συνομιλίας τους, ο αθάνατος ήρωας αποχαιρετά τον θεό και του λέει:
Καὶ χαῖρε πόλλ’, ὦδελφέ. = Και τώρα έχεις τα πολλά μου χαίρε, αδελφέ.
Ο δεύτερος τύπος «γεια» παράγεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό η «γεια», και αυτό από το αρχαίο ὑγιεία-ὑγίεια, το παράγωγο του επιθέτου ὑγιής. Από το επίθετο δημιουργήθηκε και το ρήμα ὑγιαίνω= είμαι καλά στην υγεία μου, του οποίου η προστακτική ὑγίαινε ήταν επίσης συνηθισμένη έκφραση χαιρετισμού και ευχής για καλή υγεία, όπως και σήμερα το «γεια».
΄Ετσι ο Διόνυσος ανταποδίδει τον παραπάνω αποχαιρετισμό του Ηρακλή με τα εξής λόγια:
Νὴ Δία καὶ σύ γε ὑγίαινε.= Μά το Δία, κι εσύ έχε γεια.
Αξίζει εδώ να κάνουμε μια παρέκβαση και να σημειώσουμε ότι το ὑγιαίνω δήλωνε επίσης αυτόν που έχει σώας τας φρένας, που είναι καλά στα μυαλά του. Αντίστοιχα, και εμείς με τη φράση «είμαι καλά» εννοούμε είμαι υγιής, όταν όμως λέμε «είσαι στα (με τα) καλά σου;», «πας καλά;», «δεν πας καλά», θέτουμε εν αμφιβόλω την υγεία του μυαλού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από τους Ὄρνιθες του Αριστοφάνη. Ο ξύπνιος και καπάτσος Αθηναίος Πισθέταιρος έπεισε τα πουλιά και χτίσανε τη νέα πόλη τους, τη Νεφελοκοκκυγία, ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, με αποτέλεσμα η τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων να μη φτάνει στους ουράνιους θεούς. Ο Δίας λοιπόν στέλνει την ΄Ιριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, κάτω στους ανθρώπους με την εντολή να επαναλάβουν τις θυσίες, αυτή περνά κρυφά μέσα από τη Νεφελοκοκκυγία, συλλαμβάνεται και οδηγείται μπροστά στον Πισθέταιρο, ο οποίος την ανακρίνει. Η ΄Ιριδα εκνευρίζεται, θυμώνει, καθώς κοτζάμ θεά αυτή αναγκάζεται να απαντά στις απανωτές ερωτήσεις ενός θρασύτατου θνητού και, κάποια στιγμή, αγανακτισμένη του λέει:
Ὑγιαίνεις μέν;= Τώρα, αλήθεια, είσαι στα καλά σου;
Τέλος, άλλη μία χρήση των προστακτικών χαῖρε-χαίρετε στους αρχαίους χρόνους είναι μπροστά στον επερχόμενο θάνατο.
Ὦ λέχη τε καὶ νυμφεῖ’ ἐμά,
τὸ λοιπὸν ἤδη χαίρεθ’, ὡς ἔμ’ οὔποτε
δέξεσθ’ ἔτ’ ἐν κοίταισι ταῖσδ’ εὐνήτριαν.
Σε μετάφραση
Συζυγικό κρεβάτι μου και κάμαρα του γάμου,
για πάντα πια σας αποχαιρετώ,
αφού ποτέ ξανά δεν πρόκειται ως ταίρι ερωτικό
να με δεχτείτε σε τούτο το κλινάρι.
είναι τα τελευταία λόγια της τραγικής Διηάνειρας στις Τραχίνιες του Σοφοκλή, πριν αυτοκτονήσει.
Και η παράδοση αυτή του επιθανάτιου αποχαιρετισμού συνεχίζεται μες στους αιώνες, όπως βλέπουμε στα δημοτικά μας τραγούδια. Εκτός από το πασίγνωστο δημοτικοφανές τραγούδι « Ο χορός του Ζαλόγγου» (΄Εχε γεια καημένε κόσμε/έχε γεια γλυκιά ζωή[…] ), ένα μοιρολόι της Μάνης λέει:
Λεβέντης εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα
είχε το φέσι του στραβά και το τουφέκι δίπλα,
και τα κλαδιά αποχαιρετά και στα βουνά φωνάζει:
‒΄Εχετε γεια, ψηλά βουνά και κάμποι με τα ρόδα,
θέλετε, κλαδιά μου, ανθίσετε, θέλετε μην ανθίστε,
εγώ στην αποσκιάδα σας δεν έρχομαι να κάτσω
ούτε να φάω ούτε να πιω και ούτε να πλαγιάσω
κι ούτε στα παρακλάδια σας άρματα να κρεμάσω·
πάω στης άρνας τα βουνά, στης αρνησιάς τους κάμπους, […]
* Ομόρριζα του χαίρω είναι οι λέξεις: χαρά, χάρις, περι-χαρής, χάρμα= πηγή χαράς κ. ά. Μεταγενέστερο παράγωγό του είναι το ρήμα χαιρετίζω, από το οποίο πλάστηκε ο χαιρετισμὸς και το μεσαιωνικό χαιρετῶ.