Καθώς όλοι οι λαοί και οι πολιτισμοί έρχονται σε επαφή, εχθρική ή φιλική, μεταξύ τους, προκύπτουν ως αποτέλεσμα οι γλωσσικές ανταλλαγές, σημάδια των οποίων βρίσκονται κυρίως στο λεξιλόγιο. Οι γλώσσες δανείζουν και δανείζονται η μία από την άλλη και χρησιμοποιούν καινούργιες λέξεις για να ονομάσουν καινούργια πράγματα. Αυτό συμβαίνει και με τη γλώσσα μας στα νεότερα χρόνια, αυτό συνέβαινε και στην αρχαιότητα.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα περιέχει πλήθος λέξεων δανεισμένων είτε από χαμένες γλώσσες, τις λεγόμενες προελληνικές που μιλούσαν οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου πριν από την εγκατάσταση των Ελλήνων, είτε από γλώσσες των γειτόνων τους. Υπολογίζεται ότι περίπου το 40% του λεξιλογίου της αρχαίας ελληνικής είναι προϊόν δανεισμού.
Προελληνικές λέξεις είναι τα τοπωνύμια που λήγουν σε -ανθος (π.χ. Ἐρύμανθος), – ινθος (π.χ. Κόρινθος), -υνθος (π.χ. Ζάκυνθος), -σσος (π.χ. Παρνασσός), -ττος (π.χ. Λυκαβηττός). Αλλά και ονόματα φυτών, π.χ. ὑάκινθος, δάφνη, σῦκον, κυπάρισσος κ. ά., ζώων και ιδίως ψαριών, π.χ. γαλεός, σπάρος, ἀθερίνη, σαργός κ. ά. και όλων σχεδόν των νησιών. Προελληνικές είναι επίσης οι λέξεις θάλασσα, εἰρήνη, νῆσος, ἐλαία κ. ά.
Αργότερα, η αρχαία ελληνική εμπλουτίστηκε με δάνειες λέξεις από ανατολικούς λαούς της Μεσογείου. ΄Ηδη στα κείμενα της γραμμικής Β΄ (14ος – 13ος αι. π.Χ.) βρίσκουμε τις λέξεις κύμινον, σάσαμον= σουσάμι, χρυσός, χιτών, που είναι σημιτικής προέλευσης· σημιτικές είναι και ο ἀρραβών, η βίβλος (→ βιβλίον), η σινδών (το σημερινό σεντόνι) κ. ά. Από την αιγυπτιακή γλώσσα, πάλι, προέρχονται οι λέξεις ἶρις= η κόρη του ματιού, πάπυρος, ἔβενος, ὄασις, ὀθόνη κ. ά. Περσικές, δε, είναι οι λέξεις ρόδον, τόξον, σατράπης, μάγος, παράδεισος κ. ά.
Η λέξη παράδεισος σήμαινε περίφρακτο φυτεμένο τόπο· ειδικότερα, δήλωνε τους κατάφυτους κήπους αναψυχής των Περσών βασιλέων και ευγενών ‒ του βασιλιά Κύρου στις Σάρδεις ήταν γεμάτος και άγρια ζώα για το κυνήγι του. Πρώτη φορά η λέξη αυτή απαντά σε κείμενα του Ξενοφώντα (ο οποίος και την έφερε από την Περσία), και ακριβώς σε ένα απόσπασμα από δικό του έργο, τον Οἰκονομικό,1 επιλέξαμε να την παρουσιάσουμε.
Στο σύγγραμμα αυτό ο Αθηναίος ιστορικός βάζει τον Σωκράτη να συνομιλεί πρώτα με έναν πλούσιο Αθηναίο, τον Κριτόβουλο, και να διατυπώνει τη γνώμη του για την καλή διαχείριση του νοικοκυριού.
Στη διάρκεια της συζήτησης ο περιώνυμος φιλόσοφος πλέκει το εγκώμιο της γεωργίας και φέρνει ως παράδειγμα τον βασιλιά των Περσών, που φροντίζει για τα πολεμικά έργα αλλά και για την καλλιέργεια της χώρας· και σε κάποιο σημείο προσθέτει ‒ παραθέτουμε το απόσπασμα στο πρωτότυπο:
…ἐν ὁπόσαις τε χώραις ἐνοικεῖ καὶ εἰς ὁπόσας
ἐπιστρέφεται, ἐπιμελεῖται τούτων ὅπως κῆποί τε ἔσονται οἱ
παράδεισοι καλούμενοι πάντων καλῶν τε κἀγαθῶν μεστοὶ
ὅσα ἡ γῆ φύειν θέλει, καὶ ἐν τούτοις αὐτὸς τὰ πλεῖστα
διατρίβει,ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ.
Σε μετάφραση
…και σε όσα μέρη κατοικεί και σε όσα περιοδεύει,
φροντίζει και πώς θα είναι οι κήποι, οι λεγόμενοι «παράδεισοι»,
γεμάτοι απ’ όλα τα καλά και τ’ αγαθά που η γη θέλει να βλασταίνει.
Και σ’ αυτούς τους κήπους ο ίδιος περνά τον περισσότερο καιρό του,
όταν δεν τον εμποδίζει η καλοκαιρινή2 περίοδος του έτους.
Στη συνέχεια ο Σωκράτης διηγείται στον Κριτόβουλο μια συζήτηση που είχε με έναν εύπορο κτηματία νιόπαντρο, τον Ισχόμαχο, που κάθισε και τον άκουσε να περιγράφει τον τρόπο ζωής του, τις αντιλήψεις του για την οικογενειακή ζωή και για τα καθήκοντα και δικαιώματα της συζύγου του. Ο Οἰκονομικός έχει μεγάλη ιστορική αξία για τις πληροφορίες που παρέχει γύρω από την αγροτική ζωή και τη γεωργοοικονομική κατάσταση της Αττικής, αλλά και για το ζήτημα της θέσης της γυναίκας.
1) Το επίθετο οἰκονομικός ‒ εννοείται λόγος ‒ σχηματίστηκε από το οἶκος και το ρήμα νέμω, που εδώ σημαίνει διοικώ, άρα διοικώ το σπίτι. Οἰκονομικός λόγος λοιπόν σημαίνει πραγματεία για την καλή διοίκηση του νοικοκυριού.
2) Το καλοκαίρι δεν προσφερόταν για ενασχόληση με την περιποίηση του παραδείσου, γιατί ήταν η κατάλληλη εποχή για πολεμικές και άλλες εργασίες.