Η έκφραση αυτή που φανερώνει χλευασμό, χαιρεκακία, αλλά και πίκρα από οργή και τάση εκδίκησης προέρχεται από ανάλογες φράσεις του αρχαίου ελληνικού λόγου· σαρδάνιον γελῶ ή ἀνακαγχάζω1 διαβάζουμε σε αρχαία κείμενα
και σαρδάνιον μείδησε, είναι η φράση που συναντούμε ήδη στην Ὀδύσσεια.
Ο τύπος «σαρδόνιος» είναι νεοελληνικός μεταπλασμός του επιθέτου σαρδάνιος, η ετυμολογία του οποίου είναι αβέβαιη. Η συνήθης εξήγηση ήταν ότι προέρχεται από το όνομα ενός φυτού (πιθανώς σαρδάνη) που ενδημούσε στη Σαρδώ, τη Σαρδηνία των αρχαίων Ελλήνων, και το οποίο προκαλούσε θανάσιμο σπασμό, διαστέλλοντας το πρόσωπο εκείνου που το έτρωγε σε σπασμωδικό γέλιο.2 Τη σχετική μαρτυρία, την οποία και παραθέτουμε παρακάτω, μας τη δίνει ο περιηγητής του 2ου αι. μ. Χ. Παυσανίας στα Φωκικά του.
Για τον Παυσανία δεν έχουμε καμία πληροφορία. Ωστόσο το γεγονός ότι γνωρίζει πολύ καλά τη Μικρά Ασία κάνει πιθανή την καταγωγή του από εκεί, ίσως από τη Λυδία, και θα ήταν εξελληνισμένος ανατολίτης. Επειδή υπήρχαν και άλλοι σύγχρονοί του άνθρωποι των γραμμάτων με το ίδιο όνομα, κατά καιρούς έγιναν μη πειστικές προσπάθειες να ταυτιστεί πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ο Παυσανίας ταξίδεψε πολύ και επισκέφτηκε πολλούς τόπους, όπως ο ίδιος αναφέρει, την Αίγυπτο, τη Συρία και Παλαιστίνη, τη Ρώμη και άλλα μέρη της Ιταλίας και περιηγήθηκε και την Ελλάδα. Καρπός των περιοδειών του είναι το σωζόμενο έργο του με τον τίτλο Ἑλλάδος περιήγησις, το οποίο διαιρείται σε 10 βιβλία.
Πρόκειται για ένα θεμελιώδους σημασίας αρχαιογνωστικό σύγγραμμα, καθώς αποτελεί πηγή πολυάριθμων και ποικίλων γνώσεων για την τοπογραφία, την τέχνη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, την ιστορία, τη μυθολογία. Το έργο αυτό καθίσταται πολύτιμο και λόγω της αξιοπιστίας του συγγραφέα του, όπως μαρτυρούν οι αρχαιολογικές μέσω των ανασκαφών ανακαλύψεις.
Επιστρέφουμε στα Φωκικά και στο σημείο που ο περιηγητής κάνει λόγο για το νησί της Σαρδούς και, μεταξύ των άλλων, γράφει:
πλὴν δὲ ἢ βοτάνης μιᾶς καθαρεύει καὶ ἀπὸ φαρμάκων ἡ
νῆσος ὅσα ἐργάζεται θάνατον· ἡ πόα δὲ ἡ ὀλέθριος σελίνῳ
μέν ἐστιν ἐμφερής, τοῖς φαγοῦσι δὲ γελῶσιν ἐπιγίνεσθαι
τὴν τελευτὴν λέγουσιν. ἐπὶ τούτῳ δὲ Ὅμηρός τε καὶ οἱ
ἔπειτα ἄνθρωποι τὸν ἐπὶ οὐδενὶ ὑγιεῖ Σαρδάνιον γέλωτα
ὀνομάζουσι.
Σε μετάφραση
Το νησί είναι καθαρό και από δηλητηριώδη βότανα
που προκαλούν θάνατο, εκτός από ένα χόρτο· αυτό το φαρμακερό φυτό
μοιάζει με σέλινο, και λένε πως αυτοί που το τρώνε
οδηγούνται γελώντας στο θάνατο. Γι’ αυτό και ο ΄Ομηρος
και οι μεταγενέστεροι ονομάζουν το γέλιο
που τίποτε καλό δεν κρύβει «Σαρδόνιο γέλιο».
1) Καγχάζω ‒ καχάζω ( παλαιότερος τύπος): αρχαίο ρήμα, σχηματισμένο από τον αναδιπλασιασμό του επαναλαμβανόμενου φθόγγου χα-χα-χα του γέλιου.
2) Σύμφωνα με μία άλλη υπόθεση παράγεται από το ρήμα σαίρω, που σημαίνει «δείχνω τα δόντια, γελώ με διεσταλμένα χείλια».