Ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι η ευκολία με την οποία συνέθετε λέξεις, δημιουργούσε σύνθετα και παράγωγα, και εμπλούτιζε το λεξιλόγιό της.
Παράδειγμα, το σύνθετο επίθετο με τον μεγαλόπρεπο τόνο τανυσίπτερος,-ον, που προσδιορίζει πτηνά και σημαίνει αυτό που έχει τεντωμένα τα μακριά φτερά του. Πρώτο συνθετικό αυτής της λέξης είναι το θέμα τανυσ(ι)- του ρήματος τανύω,-ομαι, που σημαίνει τεντώνω, -ομαι και από το οποίο σχηματίστηκαν οι νεότεροι τύποι «τανύζω», «τανιέμαι»· και δεύτερο συνθετικό είναι το ουσιαστικό πτερόν.
Με τον ίδιο τρόπο κατασκευάστηκαν και άλλες λέξεις, όπως: τανυ-έθειρα, (ἡ) = αυτή που έχει μακριά μαλλιά, τανύ-πεπλος,-ον = αυτή που φοράει μακρύ πέπλο,1 τανύ-σφυρος,-ον = αυτή που έχει τεταμένα καλλίγραμμα σφυρά κ. ά.
Το επίθετο που παρουσιάζουμε εδώ θα το δούμε σε έναν στίχο του ποιητή Ησίοδου από το σωζόμενο έπος του Ἒργα καὶ Ἡμέραι.
Ο Ησίοδος είναι ο δεύτερος σε αρχαιότητα ποιητής του ελληνικού κόσμου μετά τον ΄Ομηρο και ο δημιουργός του διδακτικού έπους. Επιπλέον, καθώς μέσα στο έργο του αναφέρεται στον εαυτό του, θεωρείται και πρόδρομος της λυρικής ποίησης. ΄Εζησε γύρω στα τέλη του 8ου αι. π. Χ. Γεννήθηκε στην ΄Ασκρα της Βοιωτίας, ένα χωριό στους πρόποδες του Ελικώνα, και πέρασε εκεί όλη τη ζωή του καλλιεργώντας τη γη. Ο θάνατός του σκεπάζεται από την αχλή διάφορων θρύλων.
Το περί ου ο λόγος ποίημά του είναι το πιο προσωπικό έργο του. Αποτελείται από 828 στίχους, και ο ποιητής το απευθύνει στον αδελφό του, τον Πέρση, με τον οποίο βρισκόταν σε διαμάχη, επειδή είχε αδικηθεί από αυτόν στο μοίρασμα της πατρικής κληρονομιάς. Θέλοντας να νουθετήσει τον άρπαγα αδελφό του, ο Ησίοδος συνθέτει το ποίημά του, στο οποίο διδάσκει την ηθική της δικαιοσύνης και ψάλλει το εγκώμιο της εργασίας. Παράλληλα, παρέχει πρακτικές οδηγίες για δραστηριότητες της καθημερινής ζωής (γεωργικές εργασίες, τη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο κ. ά. ) και συμβουλές για τις ανθρώπινες σχέσεις (τον γάμο, τη φιλία, τη συμπεριφορά προς τον γονιό, τον αδελφό, τον φίλο κ.λπ.), με συνέπεια το έργο να αποτελεί σημαντική πηγή πληροφόρησης για τη ζωή της εποχής.
Από τα πρώτα θέματα που απασχολούν τον Ησίοδο στο έργο του αυτό είναι η βαθμιαία κατάπτωση της ανθρωπότητας, την οποία παρακολουθεί μέσα από έναν θρύλο σχετικό με πέντε γένη ανθρώπων που έζησαν διαδοχικά πάνω στη γη. Πρώτο, γράφει, έζησε το Χρυσό γένος, και ακολούθησαν το Αργυρό, το Χάλκινο, το Ηρωικό και το Σιδερένιο. Στο τελευταίο γένος ανήκει και ο ίδιος, πρόκειται δηλαδή για τη δική του και τη δική μας εποχή, εποχή ηθικής παρακμής, κατά τον ποιητή, δεινών και συμφορών. Και περιγράφοντας ο Ησίοδος με απαισιοδοξία το γένος αυτό και τα αρνητικά χαρακτηριστικά του, επισημαίνει μεταξύ των άλλων την απουσία της συναίσθησης του δικαίου, καθώς το μόνο δίκαιο είναι αυτό των δυνατών, και δίνει μία παραβολή, του γερακιού και του αηδονιού. Το γεράκι, λέει, άρπαξε στα νύχια του το αηδόνι και το ανέβασε ψηλά στα σύννεφα. Το καλλικέλαδο πουλί, τρυπημένο από τα γαμψά νύχια, έκλαιγε , και τότε ο γέρακας τού μίλησε με σκληρά λόγια. Του είπε πως το κρατάει κάποιος πολύ δυνατότερός του που το πηγαίνει όπου θέλει, έστω κι αν ελόγου του είναι τραγουδιστής·2 πως μπορεί να το φάει ή να το αφήσει ελεύθερο, ανάλογα με τη διάθεσή του· πως είναι άμυαλος αυτός που τα βάζει με τους πιο δυνατούς, γιατί, εκτός που χάνει τη νίκη, τραβάει βάσανα και ντροπές. Και ο ποιητής τελειώνει την παραβολή με τούτο τον στίχο:
Ὣς ἒφατ’ ὠκυπέτης ἴρηξ, τανυσίπτερος ὄρνις.
Σε μετάφραση
΄Ετσι το γοργοπετούμενο γεράκι μίλησε, ετούτο τ’ απλοφτέρουγο πουλί.
Με τη μεγάλη περιγραφική δύναμη των επιθέτων ὠκυπέτης και τανυσίπτερος, ο Ησίοδος πετυχαίνει να μας φέρει στον νου τις δύο πιο εντυπωσιακές εικόνες αυτού του αρπακτικού πλάσματος του πλανήτη μας: εκείνη της στιγμής που εφορμά με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατά του θύματός του και όταν μετεωρίζεται ψηλά με ανοικτές τις μακριές και μυτερές φτερούγες του, εποπτεύοντας τον χώρο.
1) Για τον πέπλο βλ. ανάρτησή μας της 15ης Μαΐου .
2) Ο ποιητής μάλλον υπαινίσσεται τον εαυτό του.