Στην αρχαιότητα με τον όρο μοιχεία δηλωνόταν η πράξη του μοιχοῦ (→ μοιχεύω, μοιχαλίς-ίδος κ. ά.), αυτού που διέφθειρε τη γυναίκα άλλου, είτε για σύζυγο επρόκειτο είτε για παλλακίδα.1
Μία περίπτωση θρυλικής μοιχείας από τη μυθολογική παράδοση είναι αυτή των θεών ΄Αρη και Αφροδίτης, η οποία αποτελεί το θέμα ενός ακόμη χαριτωμένου Διαλόγου του Λουκιανού πάλι ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Ερμή.2 Σε αυτόν ο Ερμής διηγείται στον Απόλλωνα τη σύλληψη επ’ αυτοφώρω των δύο εραστών από τον ΄Ηφαιστο, τον σύζυγο της Αφροδίτης.3 Και όταν ο Απόλλωνας τον ρωτάει τι έκανε τότε ο ΄Ηφαιστος, αν τους απελευθέρωσε , ο Ερμής απαντά:
Οὐδέπω, ἀλλὰ ξυγκαλέσας τοὺς θεοὺς ἐπιδείκνυται τὴν μοιχείαν αὐτοῖς·
Σε μετάφραση
΄Οχι βέβαια, αλλά, αφού κάλεσε τους θεούς, τους παρουσίαζε τη μοιχεία·
Οι μοιχοί επινοούσαν διάφορους τρόπους για να μπαίνουν κρυφά στα ξένα σπίτια: χρησιμοποιούσαν σκάλα για να τρυπώσουν μέσα ή χώνονταν από τρύπα κάτω από τη στέγη ή περνούσαν μέσα κρυμμένοι σε άχυρα. Παραδίδεται, δε, ότι οι πιο επικίνδυνοι μοιχοί ήταν οι Καρυστινοί.
Η Λυσιστράτη στην ομότιτλη κωμωδία του Αριστοφάνη καταφέρνει να πείσει τις συγκεντρωμένες γυναίκες να δεχθούν το αντιπολεμικό της σχέδιο το βασισμένο στην ερωτική απεργία και τις δεσμεύει με όρκο ότι κάτω από οποιαδήποτε επιθυμία ή ανδρική πίεση δεν πρόκειται να παραβούν τη συμφωνία τους. Αρχίζει λοιπόν η Λυσιστράτη να απαγγέλλει στίχο με στίχο τον όρκο, και η γειτόνισσά της, η Κλεονίκη, να τον επαναλαμβάνει ‒ ο μοιχός βρίσκεται στην πρωτοκαθεδρία του όρκου! (στ. 212-216):
Οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οὔτε μοιχὸς οὔτ’ ἀνήρ ‒
ΚΛ. Οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οὔτε μοιχὸς οὔτ’ ἀνήρ ‒
ΛΥ. ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς. Λέγε.
ΚΛ. ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς. Παπαῖ,
ὑπολύεταί μου τὰ γόνατ’, ὦ Λυσιστράτη.
Σε μετάφραση
Δεν υπάρχει κανείς, ούτε μοιχός ούτε και σύζυγος ‒
ΚΛ. Δεν υπάρχει κανείς, ούτε μοιχός ούτε και σύζυγος ‒
ΛΥ. που θά ’ρθει καυλωμένος πλάι μου. Λέγε.
ΚΛ. που θά ’ρθει καυλωμένος πλάι μου. Πωπώ,
μου λύθηκαν τα γόνατά μου, Λυσιστράτη.
Γνωρίζουμε επίσης ότι υπήρχαν λαϊκά τραγούδια μοιχικού περιεχομένου, τα λεγόμενα Λοκρικά, όπως το παρακάτω που μιλάει για έναν εραστή ο οποίος πρέπει να το σκάσει πριν έρθει ο σύζυγος.
Τι έχεις; Μη μας προδώσεις, σ’ ικετεύω.
Να σηκωθώ πριν να γυρίσει εκείνος, μη και κακό μεγάλο
κάνει σε σένα και σε μένανε τη δόλια.
΄Εγινε μέρα πια· το φως δεν το θωρείς μέσ’ απ’ το παραθύρι;
Η μοιχεία τιμωρούνταν με βαρύτατες ποινές στην αρχαία Αθήνα. ΄Ηδη έχουμε κάνει σχετική αναφορά στο τρίτο (ΙΙΙ) μέρος του αποσπάσματος από τον λόγο του Λυσία Υπέρ του Ερατοσθένους φόνου απολογία, που μεταφράσαμε για τη στήλη Μεταφρασμένη Αρχαία Πεζογραφία (19/6/2021).
Μια περίφημη συνήθης τιμωρία του μοιχού ήταν η ἀποραφανίδωσις, που συνίστατο στην εισαγωγή στον πρωκτό ῥαφανίδος, ραπανιού (← ῥαπάνιον/ ῥαφάνιον, υποκοριστικό τού ῥάφανος (ἡ) ‒ ῥαφανίς (ἡ), εξού και το ρήμα ῥαφανιδόω-ῶ=μπήγω ραπάνι στον πρωκτό), τιμωρία που μπορούσε να οδηγήσει και στον θάνατο. Φαίνεται ότι το ραπάνι αυτό δεν ήταν η πολύ μικρή ρίζα που σήμερα ονομάζουμε ραπανάκι, αλλά πρόκειται για έναν γενικό όρο που περιελάμβανε πολύ μεγαλύτερα είδη. Ο εξευτελισμός του μοιχού συμπληρωνόταν με το μάδημα, την αποτρίχωση της ηβικής χώρας και το πασπάλισμα με καυτή στάχτη.
Άλλη τιμωρία των μοιχών ήταν το κούρεμα της κεφαλής σύρριζα με ξυράφι, ενώ στο Λέπρεο της Πελοποννήσου τούς διέσυραν περιφέροντάς τους στην πόλη με δεσμά για τρεις ημέρες.
Για το όνομα ῥαφανὶς ο Αθήναιος4 δίνει την αρχαία ετυμολογία, σύμφωνα με την οποία προέρχεται από τη σύντμηση των λέξεων ῥαδίως + φαίνεσθαι = εύκολα αναφαίνεται, δηλαδή μόλις σπαρθεί, γρήγορα εμφανίζεται, φυτρώνει – αναφορά στη γρήγορη ανάπτυξη του φυτού. Γράφει, δε, ότι το ραπάνι είναι πολύ ευτελές έδεσμα και παραθέτει τους στίχους ενός Αθηναίου κωμικού ποιητή, σύγχρονου του Πλάτωνα, του ΄Αμφη:
΄Οποιος αγοράζοντας προσφάι…
αν και μπορεί ψάρια να απολαύσει που σαλεύουν
επιθυμεί ραπάνια ν’ αγοράσει, δεν είναι στα καλά του.
Στους αρχαίους χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του ραπανιού για θεραπευτικούς σκοπούς· σαν φάρμακο κατά της υδρωπικίας, της αρθρίτιδας, για τη διάλυση νεφρολίθων, χολολίθων κ. ά. Το συνιστούσαν επίσης ως ορεκτικό και αντιβηχικό. Για την τελευταία περίπτωση σώζονται οι εξής οδηγίες: κουφώνεται το ραπάνι και γεμίζεται με λάδι, μπαίνει πάνω σε κάρβουνα και βράζει και κατόπιν, μόλις γίνει κάπως χλιαρό, πίνεται και τρώγεται μαζί με το λάδι.5
Επιστρέφουμε στην ἀποραφανίδωσιν των μοιχών. Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ο γερο-Στρεψιάδης οδηγεί τον γιο του, τον Φειδιππίδη, να μαθητεύσει στο σπουδαστήριο του Σωκράτη. Εκεί, παρουσιάζονται μπροστά στον νέο δύο προσωποποιήσεις, ο Δίκαιος και ο ΄Αδικος Λόγος, ο πρώτος ως εκπρόσωπος της παλαιάς υγιούς παιδείας και ο δεύτερος της νεωτερίζουσας, των μοντέρνων σοφιστικών ιδεών, και συγκρούονται με στόχο να πάρει ο καθένας τον Φειδιππίδη με το μέρος του. Ο Δίκαιος Λόγος κατηγορεί τον ΄Αδικο ως υπαίτιο για το ηθικό κατρακύλισμα της νέας γενιάς, και σε κάποιο σημείο ο τελευταίος παραθέτει στον Φειδιππίδη τα οφέλη που θα έχει αν επιλέξει τη δική του συντροφιά· μεταξύ των άλλων, λοιπόν, του λέει πως, αν τύχει και τον πιάσουν ως μοιχό, απλώς θα ρίξει το φταίξιμο στον Δία, υποστηρίζοντας ότι κι εκείνος ήταν ερωτιάρης και γυναικάς και συνεπώς, πώς ένας θνητός αυτός θα κατάφερνε να έχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ τον θεό. Και ο Δίκαιος Λόγος παρεμβαίνει με την …καίρια ερώτηση:
Τί δ’ ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ,
ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι;
Σε μετάφραση
Και τι; Για πες. Εάν ελόγου του σ’ ακούσει, και το ραπάνι
τού το χώσουν από πίσω και με τη στάχτη τσουρομαδηθεί,
θα του κατέβει τάχατες καμιά καλή ιδέα
για νά ’χει να το λέει πως δεν είναι ευρύπρωκτος;
Τελειώνουμε με τη μεγάλη έκπληξη: Τη διατήρηση της ανάμνησης της αρχαίας ἀποραφανιδώσεως στην παρακάτω νεοελληνική παροιμία! – με το αινιγματικό περιεχόμενο για όποιον δεν γνωρίζει την επιβαλλόμενη στον αρχαίο μοιχό ποινή.
΄Οποιος σε πόρνη εμπιστευτεί
στον κώλο του ρεπάνι.