Από το ποιητικό λεξιλόγιο της αρχαίας Ελληνικής θα γνωρίσουμε εδώ με βάση την κοινή ετυμολογική δομή μία ομάδα επιθέτων που μας ταξιδεύουν με τη δύναμη τόσο του μουσικού ήχου τους, όσο και των εικόνων που δημιουργούν.
Κατά πρώτον το σύνθετο επίθετο νυκτίπλαγκτος-ον. ΄Εχει σχηματισθεί από το ουσιαστικό νύξ,νυκτός και το επίθετο πλαγκτός-ή-όν,1 το οποίο προέρχεται από το ρήμα πλάζω-ομαι= κάνω κάποιον να περιπλανηθεί, περιπλανώμαι (στη μέση φωνή) και δηλώνει τον περιπλανώμενο, τον περιφερόμενο. Η ωραιότατη λοιπόν λέξη νυκτίπλαγκτος σημαίνει «αυτός που προξενεί νυκτερινές περιπλανήσεις εγείροντας από τον ύπνο», και θα τη δούμε σε έναν στίχο από τις Χοηφόρους του Αισχύλου.
Το έργο αυτό έχει ως θέμα τον φόνο της Κλυταιμήστρας και του Αιγίσθου από τον Ορέστη. Στην αρχή της τραγωδίας, η κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας και αδελφή του Ορέστη, η Ηλέκτρα, έρχεται στον τάφο του πατέρα της μαζί με υπηρέτριες του παλατιού — τον Χορό του δράματος — σταλμένη από τη μητέρα της να προσφέρει εξιλαστήριες χοές στον νεκρό, γιατί τρόμαξε από ένα όνειρο που είδε. Στον τάφο έχει έλθει και ο Ορέστης, ο οποίος μετά από χρόνια επέστρεψε στην πατρώα γη (μεγάλωσε στη Φωκίδα, κοντά στην οικογένεια των θείων του) μαζί με τον εξάδελφο και φίλο του, τον Πυλάδη, υπακούοντας στην εντολή του θεού Απόλλωνα να σκοτώσει τη μητέρα του εκδικούμενος τον φόνο του γονιού του. Γίνεται η αναγνώριση των δύο αδελφών και, κάποια στιγμή στην εξέλιξη του δράματος, ο Ορέστης ρωτάει τις γυναίκες του Χορού για ποιο λόγο η μητέρα του τις έστειλε να προσφέρουν νεκρικές σπονδές. Και η κορυφαία απαντά (στ.523-525):
οἶδ’, ὦ τέκνον, παρῆ γάρ· ἔκ τ’ ὀνειράτων
καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτων πεπαλμένη
χοὰς ἔπεμψε τάσδε δύσθεος γυνή.
Σε μετάφραση
Ξέρω, παιδί μου, γιατί ήμουνα εκεί·
πετάχτηκε όρθια από όνειρα κι από τρομάρες
που μέσα στη νυχτιά σε κάνουνε να σηκωθείς
και πέρα δώθε να πηγαίνεις,
γι’ αυτό ετούτες τις χοές έστειλε η θεομίσητη γυναίκα.
Με το ίδιο δεύτερο συνθετικό σχηματίστηκαν και τα παρακάτω ποιητικά επίθετα:
Πολύ-πλαγκτος-ον= πολυπλάνητος.
Στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη, ο Ηρακλής κυριεύεται από μανία και σκοτώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Μετά το φονικό, ο Αμφιτρύων, ο τύποις πατέρας τού ήρωα, ο οποίος στην πραγματικότητα, όπως ξέρουμε, ήταν γιος του Δία, αποκαλεί τον Ηρακλή πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν, τον πιο βασανισμένο και πολυπλάνητο απ’ τους θνητούς.
Θαλασσό-πλαγκτος-ον= θαλασσοπλάνητος, αυτός που φέρεται από τα κύματα της θάλασσας.
Σε μια άλλη τραγωδία του Ευριπίδη, την Εκάβη, η ομώνυμη ηρωίδα, σκλάβα στα χέρια των Αχαιών μετά την πτώση της Τροίας, τυφλώνει τον βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα και σκοτώνει τα παιδιά του, παίρνοντας εκδίκηση για τον μικρότερο γιο της, τον Πολύδωρο, τον οποίο έσφαξε ο Πολυμήστορας και πέταξε το κουφάρι του στη θάλασσα. Το κορμί του Πολύδωρου το βρίσκει μια Τρωαδίτισσα στην ακρογιαλιά όπου το έβγαλαν τα κύματα και φέρνει τον νεκρό στην τραγική μητέρα, που τον αποκαλεί θαλασσόπλαγκτον.
Ὀρεί(ί)-πλαγκτος-ον = ο πλανώμενος στα όρη.
Στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, ο Χορός προσεύχεται στους θεούς ζητώντας τη βοήθειά τους. Καλούνται για συμπαράσταση ο Δίας, ο Απόλλωνας, η Λητώ, ο Ποσειδώνας και αἱ Νύμφαι2 ὀρείπλαγκτοι, οι Νύμφες που τριγυρνούν στα όρη.
Νυκτίπλαγκτος, πολύπλαγκτος, θαλασσόπλαγκτος, ὀρείπλαγκτος: Λέξεις της αρχαίας Ελληνικής, της πλαστικής ευέλικτης αυτής γλώσσας, που με μεγάλη ευκολία δημιουργούσε σύνθετες λέξεις ακρίβειας και ομορφιάς.
Και τούτες τις μέρες του ζόφου, πολυάλγητος συλλογίζομαι την πολυαχθῆ εισβολή, τον πολύδακρυν πόλεμο, και ξανά την πολύπλαγκτον προσφυγιά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1)Από το ουδέτερο γένος πλαγκτόν αυτού του επιθέτου προήλθε ο επιστημονικός όρος plancton της Γαλλικής γλώσσας, ο οποίος αναφέρεται στο σύνολο των μικροοργανισμών, ζωικών και φυτικών, που επιπλέουν στο νερό και τον οποίο παραλάβαμε ως αντιδάνειο.
2)Οι Νύμφες, όπως έχουμε σημειώσει σε παλαιότερο κείμενό μας, ήταν θεότητες της φύσης, θεϊκές δυνάμεις των βουνών (Ορεστιάδες), των δασών, των υδάτων (Υδριάδες, Κρηνηίδες, Ναϊάδες), των δέντρων (Δρυάδες) κ.λπ., πνεύματα που σχετίζονταν με τη γονιμότητα και τη βλάστηση. Θεωρούνταν κόρες του Δία. Νέες, ωραίες κοπέλες ασχολούνταν με τη μουσική και τον χορό και συντρόφευαν την ΄Αρτεμη, τον Απόλλωνα, τον Ερμή, τον Πάνα και τον Διόνυσο. Επιζούν και σήμερα στις λαϊκές δοξασίες ως Νεράιδες (←Νηρηίς, με παρετυμολογική επίδραση από τη λέξη «νερό»).