Με το που είπε αυτά, σήκωσε το κατάρτι και τα πανιά του καραβιού
τραβώντας τα. Φύσηξε τότε αγέρας φουσκώνοντας το μεσιανό πανί,
και γύρω τα σχοινιά αμέσως τεντωθήκαν· και νά, εκείνη τη στιγμή
μπροστά τους πράγματα εγίναν θαυμαστά.
Και πρώτα – πρώτα σ’ όλο το μαύρο γοργοτάξιδο καράβι
κρασί γλυκόπιοτο ευωδιαστό κελάρυζε, κι αναδυόταν θεϊκή οσμή·
και θαυμασμός κυρίευσε τους ναύτες όλους σαν το είδαν.
Κι ευθύς, στο πιο ψηλό πανί, κι από τη μια κι από την άλλη του πλευρά,
απλώθηκε ένα κλήμα, και κρέμονταν πολλά τσαμπιά σταφύλια·
και βαθυπράσινος κισσός τριγύρω απ’ το κατάρτι τυλιγόταν
με άνθη φορτωμένος, ωραίοι, δε, καρποί ξεπρόβαλλαν·
και όλοι οι σκαρμοί γεμίσαν με στεφάνια· κι εκείνοι σαν τα είδαν,
παρότρυναν μετά τον τιμονιέρη να βάλει ρότα για ξηρά·
και τότε ο θεός λιοντάρι φοβερό έγινε μες στο πλοίο,
στο πιο ψηλό σημείο του, και δυνατά βρυχόταν,
ενώ την ίδια τη στιγμή καταμεσής του καραβιού έκανε να εμφανιστεί
αρκούδα με δασύτριχο αυχένα, σημάδια δείχνοντας (για το ποιος ήταν)·
και η αρκούδα όρθια σηκώθηκε, να τους ορμήξει έτοιμη,
ενώ ο λέοντας στου καταστρώματος την άκρη λοξοκοιτάζοντας
έριχνε άγριες ματιές· εκείνοι, από την άλλη, τρέξαν στην πρύμνη
τρέμοντας και γύρω από τον τιμονιέρη που είχε συνετό μυαλό
σταθήκαν τρομαγμένοι· κι άξαφνα τότε το λιοντάρι όρμησε
και άρπαξε τον καπετάνιο, ενώ οι άλλοι μόλις το ’δαν,
θέλοντας ν’ αποφύγουν τον ολέθριο χαμό, όλοι μαζί
στη θεία θάλασσα πηδήξαν και γίνανε δελφίνια·3
τον τιμονιέρη τον σπλαχνίστηκε ο θεός, τον κράτησε,
τον έκανε πανευτυχή κι αυτά τα λόγια του ’πε:
«Θάρρος, ευγενικέ μου γέροντα και της καρδιάς μου φίλε·
εγώ είμαι ο βροντόφωνος Διόνυσος, αυτός που τονε γέννησε
η μητέρα του η Καδμηίδα η Σεμέλη σμίγοντας με τον Δία ερωτικά».
Χαίρε τέκνο εσύ της ωραιόφθαλμης Σεμέλης· διόλου δεν γίνεται
όποιος εσένα λησμονήσει άσμα γλυκόηχο να τεχνουργήσει.4
-
Ο Ομηρικός ύμνος ( για τους Ομηρικούς ύμνους βλ. κείμενό μας με θέμα τη λέξη καλυκῶπις, 6/2/2019 ) στον θεό Διόνυσο αποτελείται από 59 στίχους και διασώζει τη μυθική παράδοση της αρπαγής του Διονύσου από Τυρρηνούς πειρατές. Η χρονολόγηση του ύμνου είναι αβέβαιη ⸺ κυμαίνεται μεταξύ του 7ου και 4ου αι. π. Χ.