Η φράση αυτή που έχει τη μεταφορική σημασία « ταξιδεύω συνεχώς στη θάλασσα» είναι η διάσωση ώς τις μέρες μας της αντίστοιχης αρχαίας έκφρασης ἀρόω πόντον, η οποία απαντά στον μεγάλο Τραγικό Αισχύλο,1 στην τραγωδία του Ἱκέτιδες.
Το ρήμα ἀρόω-ῶ σημαίνει οργώνω, καλλιεργώ ( ομόρριζα, όπως έχουμε παλαιότερα αναφέρει, είναι οι λέξεις: ἄροσις= όργωμα, ἀρότης (ὁ) = αυτός που οργώνει, ἄροτρον, ἀροτριῶ κ. ά.). Το ἀρότης, μάλιστα, με την ίδια μεταφορική έννοια το συναντούμε σε ένα απόσπασμα του μεγαλύτερου ποιητή της αλεξανδρινής περιόδου, του Καλλίμαχου, όπου οι ναύτες αποκαλούνται ἀρόται κύματος, οργωτές των κυμάτων.
Η λέξη πόντος (λέξη πολύ παλιά) δηλώνει την ανοικτή θάλασσα, το πέλαγος, και αρχικά σήμαινε το στενό πέρασμα που συνδέει δύο θάλασσες, εξού Ἑλλήσποντος. Το ουσιαστικό αυτό απαντά ήδη στον ΄Ομηρο, και αξίζει να αναφερθούμε εδώ σε δύο από τα πολλά επίθετα που το συνοδεύουν: το οἶνοψ-οπος (← οἶνος +ὤψ= πρόσωπο, όψη) και ἰοειδής-ές (← ἴον=μενεξές, βιολέτα).
Το πρώτο σημαίνει κατά λέξη «αυτόν που έχει το χρώμα οίνου» ‒ με την έννοια, φυσικά, του κόκκινου κρασιού ‒ τον «κοκκινωπό», και το δεύτερο «αυτόν που έχει το χρώμα της βιολέτας», τον «μενεξεδή», τον «μαβή». Επειδή τα επίθετα αυτά φαίνονται περίεργα, αταίριαστα για τη θάλασσα, έφεραν σε αμηχανία τους μελετητές, οι οποίοι τους έδωσαν διάφορες ερμηνείες: «μαύρος», «σκοτεινός», «βαθυγάλανος», «κόκκινος», «βαθυκόκκινος» πόντος (από την ανατολή και τη δύση του ήλιου) κ. ά. Και όμως, και τα δύο αποδίδουν με ποιητική ακρίβεια μιαν απόχρωση από τον χρωματικό πλούτο που παίρνει η θάλασσα του Αιγαίου κάτω από τις ακτίνες του ήλιου.
Το επισημαίνει ο Στυλιανός Αλεξίου (1921-2013), ο διακεκριμένος αρχαιολόγος-φιλόλογος και σπουδαίος Πανεπιστημιακός δάσκαλος σε ένα σημείωμά του για τον ομηρικό οἴνοπα πόντον, σε ένα τεύχος του Περιοδικού «Παλίμψηστον», της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Ηρακλείου Κρήτης.
Σημειώνει ότι «στο Αιγαίο, όλους τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες, όταν το φως του ήλιου είναι έντονο, η θάλασσα κοντά στον ορίζοντα έχει πολύ συχνά μια απόχρωση μωβ, ενώ ο ορίζων ελαφρά ροδίζει. Αυτό είναι ιδιαίτερα αντιληπτό από την ακτή σε μέρες μελτεμιού και τρικυμίας. Η θάλασσα χωρίζεται τότε σαφώς σε ζώνες, που η καθεμιά τους, από την ξηρά προς τον ορίζοντα, είναι κιτρινωπή, πράσινη, βαθιά μπλάβη και μωβ. Η αντίθεση αυτή αυξάνει την εντύπωση του ελαφρά κοκκινωπού και μωβ χρώματος της πιο μακρινής ζώνης».[…] Διαυγής παρατηρητικότητα που απορρέει από εξαιρετική ευαισθησία και αγάπη για τη φύση.
Ας περάσουμε τώρα στο δράμα Ικέτιδες, το πρώτο έργο μιας τριλογίας που είχε ως θέμα τον μύθο των Δαναΐδων, των θυγατέρων του Δαναού.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Δαναός και ο Αίγυπτος ήταν αδέλφια και γιοι του βασιλιά της Αιγύπτου Βήλου. Ο πρώτος είχε πενήντα κόρες, και ο δεύτερος πενήντα γιους. Επειδή οι Δαναΐδες αρνούνταν να συνάψουν γάμο, και δη αιμομικτικό, με τους εξαδέλφους τους, ο Δαναός και οι κόρες του εγκατέλειψαν την Αίγυπτο και καταδιωκόμενοι από τους γιους τού Αιγύπτου έφτασαν στο ΄Αργος.
Από αυτό το σημείο αρχίζει η υπόθεση του δράματος. Στο ΄Αργος οι Δαναΐδες καταφεύγουν στον λόφο με τους βωμούς της πόλης ως ικέτισσες. Με θέρμη παρακαλούν τον Πελασγό, τον Αργείο βασιλιά, να μην τις παραδώσει στους διώκτες τους και πετυχαίνουν να κερδίσουν τόσο τη δική του συμπαράσταση, όσο και του λαού του ΄Αργους που δέχτηκε να τους προσφέρει την προστασία του και μόνιμη κατοικία. Προς στιγμήν, κίνδυνος απειλεί τις ικέτιδες· τα αιγυπτιακά πλοία προσεγγίζουν τις ακτές, και μία ομάδα Αιγυπτίων στρατιωτών έρχεται και προσπαθεί να τις αποσπάσει με τη βία από τους βωμούς και να τις οδηγήσει στα καράβια. Με την επέμβαση του Πελασγού σώζονται και, ενώ η τραγωδία βαίνει προς το τέλος της, ο Δαναός επισημαίνει στις κόρες του την ευγνωμοσύνη που οφείλουν στους Αργείους και τους δίνει τις τελευταίες του συμβουλές, πριν μπουν στην πόλη. Ανάμεσα στα άλλα, τους λέει:
[…] Μη με ντροπιάσετε, καθώς είστε στην ηλικία αυτή
που των θνητών τα βλέμματα τραβάει.
Μαθές το φρούτο τ’ απαλόσαρκο
διόλου δε γίνεται να φυλαχτεί καλά·
θεριά κι ανθρώποι το χαλούν ‒ αμ τι νομίζετε; ‒
μα και τα άγρια τα ζώα και όσα είναι φτερωτά
κι όσα πατούν πάνω στη γης.
Ναι, τους καρπούς που στάζουνε χυμούς
η Κύπρις2 τους διαλαλεί, τον έρωτα καλώντας τον
της νιότης για να θρέψει τον ανθό.
Και πάνω στις κοπέλες που πλέουν στη χλιδή της ομορφιάς
κάθε περαστικός την πλάνα ρίχνει της ματιάς του σαϊτιά
από τον πόθο νικημένος.
Παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
Πρὸς ταῦτα μὴ πάθωμεν ὧν πολὺς πόνος,
πολὺς δὲ πόντος οὕνεκ’ ἠρόθη δορί,
μηδ’ αἶσχος ἡμῖν, ἡδονὴν δ’ ἐχθροῖς ἐμοῖς
πράξωμεν. […]
Σε μετάφραση
Γι’ αυτό, μην πάθουμε εκείνα
που για να τ’ αποφύγουμε και πολλά βάσανα περάσαμε
και πολλή θάλασσα οργώσαμε· μήτε και τίποτε να κάνουμε
που θα ’ναι όνειδος για μας, χαρά για τους εχθρούς μας.
1) Για τον Αισχύλο έχουμε μιλήσει σε παλαιότερο κείμενό μας με θέμα τη λέξη « Σφουγγάρι» ( 17/4/2018 ).
2) Δηλαδή η Αφροδίτη.