ΧΙΙ, 43
Εχθαίρω το ποίημα το κυκλικόν, ουδέ κελεύθω
χαίρω τις πολλούς ώδε και ώδε φέρει
μισώ και τον περίφοιτον ερώμενον, ουδ από κρήνης
πίνω-
σικχαίνω πάντα τα δημόσια.
Λυσανίη, συ δε ναιχι καλός – αλλά πριν ειπείν
τούτο σαφώς, ηχώ φησί τις «Άλλος έχει.»
***
Αντιπαθώ τα επικά ποιήματα κι ούτε μ’ ευχαριστεί
Ο πολυσύχναστος ο δρόμος που εδώ κι εκεί σε πάει.
Μισώ και τον αγαπημένο εκείνο που όλο τριγυρνά
Μα κι ούτε από κοινή πηγή εγώ ποτέ μου πίνω
Για όλα τα δημόσια αισθάνομαι αηδία.
Συ όμως, Λυσανία, μάλιστα: είσαι ωραίος, εισ’ ωραίος!
Μα πριν τούτο ξεκάθαρα το πω,
Κάποια ηχώ ακούγεται να λέει: «Αυτόν τον έχει άλλος!»
ΧΙΙ,118
Ει μεν εκών, Αρχίν’ επεκώμασα, μυρία μέμφου-
Ει δ’ άκων ήκω, την προπέτεια νέα.
Άκρητος και Έρως μ’ ηνάγκασαν, ων ό μεν αυτών
Είλκεν, ο δ’ ουκ εία την προπέτειαν εάν.
Ελθών δ’ ουκ εβόησα, τις ή τίνος, αλλ’ εφίλησα
Την φλιήν- ει τούτ’ έστ’ αδίκημ’ αδικέω.
***
Αν με τη θέλησή μου, Αρχίνε
Μες στη νυχτιά ξεφαντωμένος σου τραγούδησα,
Μύριες κατηγορίες πες μου-
Αν όμως έφτασα εδώ χωρίς τη θέλησή μου,
Στην αδιαντροπιά μου αυτή μη δίνεις σημασία-
Ο οίνος ο ανέρωτος κι ο έρωτας μ’ ανάγκασαν.
Από αυτούς τους δυο, ο ένας μ’ έσερνε
Κι ο άλλος την αποκοτιά μ’ εμπόδιζε ν’ αφήσω.
Αλλά και όταν ήρθα εδώ δεν βροντοφώναξα
Ποιος ή ποιανού ήμουνα γιος
Μόνο της πόρτας σου φίλησα το κατώφλι.
Αν είναι αδίκημα αυτό, ναι έχω αδικήσει!