Δακρυρρόους θρήνους ἐπὶ σὲ ἡ Ἁγνὴ
μητρικῶς, ὦ Ἰησοῦ, ἐπιρραίνουσα,
ἀνεβόα· πῶς κηδεύσω σε, Υἱέ;
( Εγκώμιο της Μ. Παρασκευής )
Ιησούς ο Ναζωραίος, Ιησούς ο Γαλιλαίος = Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο Ιησούς από τη Γαλιλαία.
Δύο ήταν οι σημαντικότερες επαρχίες της Παλαιστίνης, η Ιουδαία, η περιοχή που περιέβαλλε την Ιερουσαλήμ και εκτεινόταν από τον Ιορδάνη ποταμό μέχρι τη Μεσόγειο, και η Γαλιλαία, η γη που εκτεινόταν βόρεια της Σαμάρειας και δυτικά της λίμνης Γεννησαρέτ. Στη Γαλιλαία οι Ισραηλίτες ήταν αναμεμειγμένοι με ειδωλολάτρες, και οι περισσότερο γνωστές ευαγγελικές κωμοπόλεις της είναι η Τιβεριάδα, η Καπερναούμ, τα Μάγδαλα (τόπος καταγωγής της Μαρίας Μαγδαληνής), η Ναζαρέτ. Στη Ναζαρέτ ήρθε ο Ιωσήφ με τη Μαρία και εγκαταστάθηκαν μετά τη φυγή τους από την Αίγυπτο. Εδώ έζησε ο Κύριος τα σχεδόν τριάντα χρόνια του και από εδώ ξεκίνησε τη διδασκαλία Του στη Γαλιλαία.
Σαδδουκαίοι: Μία από τις πολλές ομάδες και αιρέσεις του Ιουδαϊσμού, όπως και οι Φαρισαίοι, οι Εσσαίοι, οι Ζηλωτές κ. ά. Οι Σαδδουκαίοι προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες αποτελώντας την ιερατική αριστοκρατία του Ιουδαϊσμού, την κοινωνική ελίτ. Συνεργάζονταν πάντα με τις δυνάμεις κατοχής, γι’ αυτό ήταν μισητοί στον λαό. Πρέσβευαν την πιστή εφαρμογή του Μωσαϊκού Νόμου, απέρριπταν την παράδοση και δεν πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, οι ψυχές των οποίων υποστήριζαν ότι διαλύονταν μαζί με το σώμα. Πρωτοστάτησαν στη σύλληψη και καταδίκη του Ιησού.
Γραμματείς: ΄Ηταν μορφωμένοι Ιουδαίοι που ανέλαβαν το έργο της διδασκαλίας και ερμηνείας του Νόμου. Την εποχή του Χριστού είχαν αποκτήσει μεγάλο κύρος και προσφωνούνταν από τον λαό « ραββί», δάσκαλε.
Φαρισαίοι: Θρησκευτική ομάδα με οπαδούς από την τάξη των επαγγελματιών, αντίπαλοι των Σαδδουκαίων, αλλά και περισσότερο αδιάλλακτοι. ΄Ηταν και αυτοί προσκολλημένοι στο γράμμα του Νόμου ‒ οι ιουδαϊκές ομάδες είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους και σε θεολογικά και σε πολιτικά ζητήματα σχετικά με τη στάση τους απέναντι στη ρωμαϊκή κατοχή, αλλά τις ένωνε όλες η έκθυμη αποδοχή του γραπτού Νόμου, η πίστη ότι ο Νόμος είναι το ιερότερο πράγμα που κατέχει ο Ιουδαϊσμός. Ο Χριστιανισμός εισήγαγε τη νέα θεώρηση του Νόμου, ερχόμενος σε σύγκρουση με τη θεολογία των Φαρισαίων, καθώς μετέθεσε τη βάση δικαίωσης του ανθρώπου από τον Νόμο στο πρόσωπο του Χριστού. Σε αντίθεση με τους Σαδδουκαίους, οι Φαρισαίοι πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι Φαρισαίος ήταν και ο Παύλος, πριν γίνει Χριστιανός.
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγγιζεν ἡ ἐορτὴ τῶν ἀζύμων ἡ λεγομένη Πάσχα. ( Από το Ευαγγέλιο της Μ. Τετάρτης, το κατά Λουκάν ).
Το Πάσχα αποτελεί τη μεγαλύτερη γιορτή του ιουδαϊκού εορτολογίου. Το όνομα Πάσχα προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «πεσάχ», που σημαίνει διάβαση, και η γιορτή θεσμοθετήθηκε σε ανάμνηση της εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο. Εορταζόταν στις 14 του μήνα Νισάν (αντιστοιχεί στην περίοδο από μέσα Μαρτίου μέχρι μέσα Απριλίου), και το τυπικό της γιορτής περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, βραδινή θυσία από κάθε οικογένεια ενός αρνιού ή κατσικιού, το οποίο έψηναν και έτρωγαν με τη συνοδεία άζυμου ψωμιού και πικρών χόρτων. Το άζυμο ψωμί, δηλαδή ψωμί παρασκευασμένο πρόχειρα, χωρίς προζύμι, μόνο με αλεύρι και νερό, είναι επίσης ανάμνηση της εσπευσμένης εξόδου από την Αίγυπτο. Από το δεύτερο μισό του 6ου αι. π. Χ. το Πάσχα επιτρεπόταν να εορτάζεται μόνο στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα η γιορτή να αποκτήσει αποδημητικό χαρακτήρα.
Ο Ιησούς υπολογίζεται ότι σταυρώθηκε το 30 μ. Χ., έτσι την άνοιξη αυτού του έτους έρχεται στα Ιεροσόλυμα ακριβώς για τη γιορτή του Πάσχα, που εκείνη τη χρονιά έπεσε ημέρα Σάββατο ( Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν ‒ ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ Σαββάτου ‒ […] (Από το Ευαγγέλιο της Μ. Παρασκευής, το κατά Ιωάννην ).
Ιούδας ο επικαλούμενος Ισκαριώτης: Ο μόνος Ιουδαίος μαθητής του Χριστού ‒ όλοι οι άλλοι ήταν από την Γαλιλαία ‒ η επωνυμία του οποίου οφειλόταν στην πόλη Καριώθ, τόπο καταγωγής του.
Μυστικός Δείπνος: ΄Ελαβε χώρα στον επάνω όροφο ενός πανδοχείου της Βηθανίας, οικισμού ανατολικά του όρους των Ελαιών. Λέγεται «Μυστικός» (← μύστης ←μυῶ) όχι γιατί έγινε κρυφά, αλλά επειδή ο Κύριος αποκάλυψε στους Αποστόλους ότι η Σταυρική του Θυσία είχε ήδη συντελεσθεί, τους μύησε στη σωτήρια Θυσία, την παρούσα στο Πανάγιο Σώμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον και το Τίμιον Αίμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον.
Αρχιερέας Καϊάφας. Ο εκάστοτε αρχιερέας ήταν ο επικεφαλής του ιουδαϊκού έθνους, και ο Καϊάφας, ο οποίος υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός του Ιησού, συνεργαζόταν στενά με τον Πόντιο Πιλάτο, εκείνη δε την εποχή κατείχε το ανώτατο θρησκευτικό αξίωμα για δωδέκατη συνεχή χρονιά. Στο σπίτι του, όπου έδρευε το Μεγάλο Συνέδριο των Ιουδαίων, οδηγήθηκε στην αρχή ο Χριστός, και εκεί έγινε η πρώτη δίκη του. Επειδή όμως σύμφωνα με την ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση οι καταδίκες που αποφασίζονταν κατά την περίοδο του Πάσχα ήταν ανίερες πράξεις, αλλά και επειδή μόνο ο Ρωμαίος πραίτορας είχε τη δικαιοδοσία να καταδικάσει κάποιον σε θάνατο, γι’ αυτό αμέσως μετά, ο Ιησούς οδηγήθηκε στον Πόντιο Πιλάτο με κατηγορία πολιτικής φύσεως, κατηγορούμενος για εξέγερση κατά της Ρώμης. Το 1990 ανακαλύφθηκε νότια της σημερινής Ιερουσαλήμ ο τάφος του οίκου του Καϊάφα. Βρέθηκαν δώδεκα οστεοφυλάκια με 63 σκελετούς, και ένα από αυτά φέρει το όνομα του ίδιου του Καϊάφα. Μάλιστα, έναν σκελετό άντρα ηλικίας περίπου 60 ετών οι ανασκαφείς τον ταύτισαν με τον αρχιερέα.
Πόντιος Πιλάτος. Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν πραίτορας της Ιουδαίας, ανώτατος αξιωματούχος με στρατιωτικές και δικαστικές αρμοδιότητες. ΄Εδρα των Ρωμαίων επάρχων ήταν η Καισάρεια ‒ κέντρο ελληνικού πολιτισμού και πόλη μισητή στους ευσεβείς Ιουδαίους ‒ και ο Πόντιος Πιλάτος μετέβαινε στην Ιερουσαλήμ μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως η γιορτή του Πάσχα.
Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν. Η σταύρωση ήταν η πιο ατιμωτική και επώδυνη θανατική ποινή στον ρωμαϊκό κόσμο. Οι Ρωμαίοι την επέβαλλαν στους μη Ρωμαίους πολίτες και στους δούλους. Το σώμα δενόταν ή καρφωνόταν στον σταυρό, και ο άνθρωπος πέθαινε μαρτυρικά από την ασφυξία που προκαλούσε η στάση του κρεμασμένου κορμιού.
Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος, καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον.
(Από το Ευαγγέλιο της Μ. Παρασκευής, το κατά Λουκάν)
Η ημέρα εκείνη την εποχή θεωρούνταν ότι άρχιζε στις 6 το απόγευμα και διαρκούσε μέχρι στις 6 της επομένης, γι’ αυτό η ώρα της Σταύρωσης είναι διαφορετική απ’ ό,τι φαίνεται. Δηλαδή η «έκτη ώρα» από την ανατολή του ηλίου αντιστοιχεί περίπου με δώδεκα το μεσημέρι, και η «ενάτη» με τις τρεις το απόγευμα.
Το «καταπέτασμα» ήταν παραπέτασμα από χρυσοστόλιστο ύφασμα που χώριζε τα «άγια των αγίων», όπου υπήρχε η κιβωτός της διαθήκης, από τον κυρίως ναό της Ιερουσαλήμ. Σ’ αυτόν τον χώρο έμπαινε μόνο μία φορά τον χρόνο ο αρχιερέας. ( Στην κιβωτό της διαθήκης, την αθέατη από τον λαό, φυλάσσονταν οι πλάκες με τις δέκα εντολές, μία στάμνα με δείγμα του μάννα και η ράβδος του Ααρών, η βλαστήσασα).
Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καὶ χαίρει,
ὅτι Χριστὸς ἀνέστη καὶ ᾅδης ἐσκυλεύθη.
(Τροπάριο της Κυριακής του Πάσχα)