Οι παραπάνω δύο φράσεις που δηλώνουν ότι το εκφραζόμενο από το ουσιαστικό συμβαίνει σε υπερβολικό βαθμό είναι κληρονομημένες από την αρχαιότητα.
Η πρώτη απαντά ήδη στην ομηρική Οδύσσεια. Για την ακρίβεια, στη ραψωδία σ ο Οδυσσέας, ο οποίος με τη μορφή γέροντα ζητιάνου έχει φθάσει στην Ιθάκη και έχει αποκαλυφθεί στον γιο του, τον Τηλέμαχο, βρίσκεται μέσα στο ανάκτορο, τρώγοντας σε μια γωνιά, στο κατώφλι της πόρτας. Με την
προτροπή της θεάς Αθηνάς έχει ζητιανέψει τροφή από τους μνηστήρες και έχει δεχθεί χτύπημα από ένα σκαμνί που του πέταξε ο Αντίνοος, ο αναιδέστερος και πιο αδίστακτος από αυτούς. Τότε έρχεται στο παλάτι ένας επαγγελματίας επαίτης, καυχησιολόγος και δειλός, ο ΄Ιρος, που προσπαθεί να διώξει τον Οδυσσέα και μαλώνουν. Ο ΄Ιρος μιλάει άσχημα στον ήρωα, τον προσβάλλει συνεχώς, και ο Αντίνοος, για να διασκεδάσουν, προτείνει στους δύο ζητιάνους να λύσουν τις διαφορές τους με αγώνα πάλης. Οδηγούν λοιπόν τους δύο αντιπάλους στη μέση της αίθουσας, ενώ ο Οδυσσέας σκέπτεται να μην κτυπήσει τον ΄Ιρο αφήνοντάς τον νεκρό αλλά να τον βαρέσει ελαφρά, για να μην τον καταλάβουν οι μνηστήρες.
Παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο (στ. 95-100):
Δὴ τότ’ ἀνασχομένω ὁ μὲν ἤλασε δεξιὸν ὦμον
Ἶρος, ὁ δ’ αὐχέν’ ἔλασσεν ὑπ’ οὔατος, ὀστέα δ’ εἴσω
ἔθλασεν· αὐτίκα δ’ ἦλθε κατὰ στόμα φοίνιον αἷμα,
κὰδ’ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι μακών, σὺν δ’ ἤλασ’ ὀδόντας
λακτίζων ποσὶ γαῖαν· ἀτὰρ μνηστῆρες ἀγαυοὶ
χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον. […]
Σε μετάφραση
Τότε λοιπόν σηκώσανε τα χέρια, κι ο ΄Ιρος μεν τον χτύπησε
στον δεξιό τον ώμο, όμως εκείνος στον αυχένα τονε χτύπησε,
κει κάτω από τ’ αυτί και του ’σπασε τα κόκαλα που ήταν από μέσα·
κι ευθύς από το στόμα του κόκκινο αίμα έτρεξε,
και σκούζοντας μέσα στις σκόνες έπεσε και έτριξε τα δόντια
καθώς το χώμα με τα πόδια κλότσαγε· κι από την άλλη,
οι ευγενείς μνηστήρες σηκώνοντας τα χέρια πεθαίνανε στα γέλια.
Τη δεύτερη έκφραση θα τη δούμε εδώ σε ένα απόσπασμα από τον Ικαρομένιππο του γνωστού μας και από παλαιότερα κείμενά μας Λουκιανού.
Σ’ αυτόν τον σατιρικό διάλογο ο Σύρος συγγραφέας παρουσιάζει με τον γνωστό ευτράπελο τρόπο του τον Κυνικό φιλόσοφο Μένιππο να ιστορεί σε έναν φίλο του το ταξίδι που έκανε πετώντας στους ουρανούς, στην προσπάθειά του να βρει απάντηση στις ερωτήσεις που είχε για το σύμπαν, αφού στη γη δεν μπόρεσε να λύσει τις απορίες του. Κατέφυγε στους άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι όχι μόνο δεν τον απάλλαξαν από την αμάθειά του, αλλά, αντίθετα, με την αντιγνωμία τους σε όλα τα θέματα, τον έφεραν μπροστά σε σύγχυση θεωριών και γνωμών που του δημιούργησε μεγαλύτερες απορίες. Στην απελπισία του, λοιπόν, πού να στραφεί, στερέωσε επάνω του φτερά αετού και γύπα και πέταξε πρώτα στη σελήνη και κατόπιν έφθασε στον ουρανό, στο παλάτι του Δία. Χτύπησα την πόρτα, διηγείται, μου άνοιξε ο Ερμής, και σε λίγο μπήκα μέσα φοβισμένος και βρήκα μαζεμένους όλους τους θεούς. Και συνεχίζει:
[…] ὁ δὲ Ζεὺς μάλα φοβερῶς, δριμύ τε καὶ τιτανῶδες εἰς ἐμὲ ἀπιδών, φησί
“Τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν, πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;”
Ἐγὼ δὲ ὡς τοῦτ’ ἤκουσα, μικροῦ μὲν ἐξέθανον ὑπὸ τοῦ δέους, εἱστήκειν δὲ ὅμως ἀχανὴς
καὶ ὑπὸ τῆς μεγαλοφωνίας ἐμβεβροντημένος.
Σε μετάφραση
Κι ο Δίας, ρίχνοντάς μου βλέμμα οξύ και φοβερό, μου λέει κατατρομάζοντάς
με: «Ποιος είσαι κι από πού; Ποια είν’ η χώρα σου και οι γονείς σου;»1
Κι εγώ, μόλις τ’ άκουσα αυτά, λίγο ακόμη και θα πέθαινα απ’ το φόβο μου,
ωστόσο έμεινα άφωνος κι από την αγριοφωνάρα του κεραυνοβολημένος.
Και αν ενδιαφέρεστε για την τύχη του Μένιππου, μην ανησυχείτε, ο τρόμος του δεν κράτησε πολύ. Ο Δίας αποδείχθηκε φιλόξενος απέναντί του, πέρασαν χρόνο μαζί συζητώντας, και μάλιστα ο Μένιππος συμμετείχε και στο βραδινό συμπόσιο των θεών, με πλούσιο φαγητό, κρασί, χορό και τραγούδι. Το άλλο πρωί ξύπνησαν φρέσκοι-φρέσκοι Μένιππος και θεοί, και ο Δίας βρήκε την ευκαιρία να ξεσπάσει κατά των υποκριτών φιλοσόφων που η ζωή τους βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τη διδασκαλία τους. Ο σκώπτης Λουκιανός για άλλη μια φορά διασύρει τους ξεπεσμένους επιγόνους των μεγάλων φιλοσόφων μέσα από τα λόγια του πατέρα των θεών, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, τους στολίζει για τα καλά χαρακτηρίζοντάς τους τεμπέληδες, καβγατζήδες, ματαιόδοξους, οξύθυμους, λαίμαργους, ανόητους, φαντασμένους, γεμάτους αναισχυντία, ἄχθος ἀρούρης, κατά την ομηρική έκφραση.2
-
1 Ο Δίας ρωτά με «αρχαϊστικό», θα λέγαμε, τρόπο, καθώς η διατύπωση της ερώτησης είναι η στερεότυπη στα ομηρικά έπη.
-
2 Η ομηρική αυτή φράση σημαίνει κατά λέξη «βάρος της γης» (ἄχθος=βάρος, φορτίο, εξού ἀχθοφόρος + ἄρουρα = χωράφι ‒ βλ. και κείμενό μας με θέμα τις λέξεις «ποντικός-φασιανός», 26-9-2020). Έτσι χαρακτήρισε ο Αχιλλέας (Ιλιάδα Σ 104) τον εαυτό του στη μητέρα του, κυριευμένος από την οδύνη του θανάτου του Πατρόκλου, θέλοντας να δείξει ότι η ζωή του δεν είχε πια κανένα νόημα. Μακάρι να πέθαινα, λέει στη Θέτιδα, αφού δεν μπόρεσα να σώσω τον φίλο μου ούτε τους άλλους συντρόφους που αφανίστηκαν από τα χέρια του ΄Εκτορα, μόνο κάθομαι δίπλα στα καράβια ἄχθος ἀρούρης, άχρηστο βάρος της γης. Η φράση κατέστη παροιμιώδης και λέγεται μεταφορικά για άνθρωπο τεμπέλη, μη χρήσιμο, που ζει παρασιτικά σε βάρος άλλων.