Όταν παρουσιάσαμε την αρχαία ελληνική λέξη κυματωγή (κείμενό μας της 17ης Νοεμβρίου 2017), επισημάναμε τη σπουδαιότητά της από την άποψη ότι αποδίδει μονολεκτικά αυτό που στη νεοελληνική διατυπώνεται περιφραστικά.
Το ίδιο ισχύει και για το περισφύριον, ένα όνομα που στην εξέλιξή της η ελληνική γλώσσα το εγκατέλειψε, το οποίο όμως θα μπορούσε να αναβιώσει, καθώς δηλώνει με ακρίβεια ένα αντικείμενο που σήμερα επίσης διατυπώνεται με περίφραση.
Κατ’ αρχάς η λέξη αυτή είναι σύνθετη· πρώτο συνθετικό της είναι η πρόθεση περί, που σημαίνει ολόγυρα, και δεύτερο συνθετικό το ουσιαστικό σφυρόν (τό ), που δηλώνει το κάτω άκρο της κνήμης, την περιφέρεια του ποδιού στο ύψος του αστραγάλου.
Περισφύριον, λοιπόν, ως ουσιαστικό είναι το κόσμημα που περιβάλλει το σφυρόν, αυτό που σήμερα ονομάζουμε αμήχανα « βραχιόλι ποδιού ή αλυσίδα για το πόδι ή τον αστράγαλο». Κατασκευασμένο από διάφορα υλικά, δέρμα, μέταλλο κ. ά, το φοράει η γυναίκα σε διάφορες κοινωνίες από τους πανάρχαιους χρόνους μέχρι σήμερα. Συχνά, εκτός από τον διακοσμητικό του ρόλο είχε και έχει διάφορους συμβολισμούς, όπως, για παράδειγμα, μπορεί να δηλώνει κοινωνική θέση. Στην αρχαία Ελλάδα, το περισφύριον φαίνεται πως είχε θρησκευτική ή μάλλον μαγική (αποτροπαϊκή) χρήση. Και σε μία λιβυκή φυλή της αρχαιότητας είχε άλλη συμβολική σημασία, όπως θα δούμε στο παρακάτω απόσπασμα από την Ἱστορία του Ηρόδοτου.
Με τον Ηρόδοτο και το ιστορικό του έργο ασχοληθήκαμε σε παλαιότερο κείμενό μας (13 Νοεμβρίου 2017), με αφορμή τη λέξη «έγκυος». Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι το έργο αυτό, το οποίο επιγράφεται Ἡροδότου Ἱστορίαι και είναι το αρχαιότερο έργο της ελληνικής πεζογραφίας που σώζεται πλήρες, οι αλεξανδρινοί γραμματικοί το διαίρεσαν σε εννέα βιβλία και σε καθένα από αυτά έδωσαν το όνομα μιας από τις Μούσες.
Στο τέταρτο βιβλίο, ο Ηρόδοτος εξιστορεί τις εκστρατείες του Δαρείου κατά της Σκυθίας και της Λιβύης και, παρεκβαίνοντας, μιλάει για τους λαούς αυτών των χωρών, παρέχοντας άφθονες πληροφορίες, εξαιρετικά πολύτιμες από ανθρωπολογική άποψη. Στο αφιερωμένο στη Λιβύη δεύτερο μέρος του βιβλίου, διαβάζουμε για διάφορες νομαδικές φυλές αυτής της περιοχής της Β. Αφρικής και για τα έθιμά τους· μεταξύ αυτών αναφέρονται και οι λεγόμενοι Γινδᾶνες, για τις γυναίκες των οποίων ο ιστορικός γράφει ότι ‒ ακολουθεί το χωρίο στο πρωτότυπο:
περισφύρια δερμάτων πολλὰ ἑκάστη
φορέει κατὰ τοιόνδε τι, ὡς λέγεται· κατ’ ἄνδρα ἕκαστον μιχθέντα περισφύριον περιδέεται· ἣ δ’ ἂν πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη
ἀρίστη δέδοκται εἶναι ὡς ὑπὸ πλείστων ἀνδρῶν φιληθεῖσα.
Σε μετάφραση
η καθεμιά φοράει πολλά δερμάτινα περισφύρια
για τον εξής λόγο, καταπώς λέγεται· για κάθε άντρα
με τον οποίο έσμιξε δένει και ένα περισφύριο γύρω από το πόδι της·
και όποια έχει τα περισσότερα, αυτή θεωρείται η καλύτερη,
γιατί αγαπήθηκε από τους περισσότερους άντρες.
Ωραία λέξη! Έχω την αίσθηση ότι δεν επικράτησε επειδή η μόδα το επέβαλε ως κόσμημα τα τελευταία χρόνια στη σύγχρονη γυναίκα, σε αντίθεση με το περιλαίμιο και το περιβραχιόνιο που διαρκώς στόλιζαν άλλα μέλη του σώματος.