Η παραπάνω έκφραση την οποία σήμερα χρησιμοποιούμε με την έννοια «εκμεταλλεύομαι κάποιον σκληρά, τον απομυζώ» και ακόμη ως βαριά απειλή ‒ θα (σου) πιω το αίμα ‒ έχει και αυτή διασωθεί στον σύγχρονο λόγο από τους αρχαίους χρόνους.
Για την προϊστορία της φράσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, με βάση την παρατήρηση πως, όταν ένα ζωντανό ον χάνει το αίμα του εξασθενεί ή πεθαίνει, εδραιώθηκε η πανάρχαια και οικουμενική πίστη του ανθρώπου ότι το αίμα είναι ο φορέας, η έδρα της ζωής ανθρώπων και ζώων, προσέτι δε ο τόπος της ψυχής για τον άνθρωπο. Και η ιδέα της τονωτικής δύναμης του αίματος οδήγησε στη δοξασία ότι δυναμώνει την ψυχή του νεκρού, γι’ αυτό συνδέθηκε με τη νεκρολατρεία, και το πρόσφεραν στον νεκρό για τροφή του. Στην Ιλιάδα, πλάι στο λείψανο του Πατρόκλου σφάζονται για το νεκρόδειπνο πολλά ζώα, ταύροι, πρόβατα, αίγες, χοίροι και «γύρω απ’ τον νεκρό παντού πλούσιο το αίμα έρρεε».
Για την ομηρική αντίληψη, επίσης, οι νεκροί ξαναβρίσκουν για λίγο τον εαυτό τους και μπορούν πάλι να μιλήσουν, μόνο όταν πιουν αίμα. Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας, για να καλέσει τις ψυχές των νεκρών, προσφέρει θυσίες και σκάβει έναν λάκκο που τον γεμίζει με το αίμα των σφαγίων. Και με την εμφάνισή της, η ψυχή του Τειρεσία ζητάει από τον ήρωα: […] αἵματος ὄφρα πίω, να πιω από το αίμα, (για να σου πω τα άσφαλτα, τ’ αληθινά ).
΄Ηδη στους μεθομηρικούς χρόνους η έκφραση που μας απασχολεί έχει αποκτήσει τη μεταφορική έννοια τού «βασανίζω», «αφαιρώ τη ζωή», όπως βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, όπου η λέξη «αίμα» σημαίνει συνεκδοχικά τη «ζωή».
Σύμφωνα με την υπόθεση της ως άνω τραγωδίας, ο Ορέστης, ο γιος τού Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας, έχει φθάσει στις Μυκήνες από τη Φωκίδα μαζί με τον εξάδελφο και φίλο του Πυλάδη και έναν γέροντα παιδαγωγό ‒ στη Φωκίδα μεγάλωσε φυγαδευμένος κρυφά ως παιδί από την αδελφή του, την Ηλέκτρα, που τον παρέδωσε στα χέρια του έμπιστου παιδαγωγού. Σκοπός του είναι να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του από τη μητέρα του και τον εραστή της, τον Αίγισθο, υπακούοντας στην εντολή τού Απόλλωνα. Οι τρεις τους καταστρώνουν σχέδιο για να μπορέσουν να μπουν στο παλάτι και, βάζοντάς το σε εφαρμογή, ο παιδαγωγός ντυμένος σαν ξένος παρουσιάζεται στην Κλυταιμήστρα και ισχυριζόμενος ότι τον έχει στείλει ένας γνωστός της από τη Φωκίδα τής αναγγέλλει ότι ο Ορέστης σκοτώθηκε. Πίσω στο ανάκτορο, όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας τού Ορέστη, ζει η Ηλέκτρα δίπλα στους φονιάδες του γονιού της με το μίσος γι’ αυτούς να κρυφοκαίει μέσα της και περιμένοντας τη στιγμή της εκδίκησης.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί μιλάει η Κλυταιμήστρα, στην οποία μόλις έχει ανακοινωθεί η απατηλή είδηση του θανάτου τού Ορέστη. Νιώθει βαθιά ανακούφιση, γιατί ο Ορέστης, όπως λέει, ευρισκόμενος στη Φωκίδα απειλούσε να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του, γι’ αυτό η ίδια ζούσε συνεχώς υπό το κράτος του φόβου. Και συνεχίζει (στ. 783-787):
Νῦν δ’ – ἡμέρᾳ γὰρ τῇδ’ ἀπήλλαγμαι φόβου
πρὸς τῆσδ’ ἐκείνου θ’· ἥδε γὰρ μείζων βλάβη
ξύνοικος ἦν μοι, τοὐμὸν ἐκπίνουσ’ ἀεὶ
ψυχῆς ἄκρατον αἷμα – νῦν δ’ ἕκηλά που
τῶν τῆσδ’ ἀπειλῶν οὕνεχ’ ἡμερεύσομεν.
Σε μετάφραση
Μα τώρα – τη μέρα τούτη απαλλάχτηκα απ’ το φόβο
και αυτηνής1 κι εκείνου, ναι· γιατί ελόγου της,
η μεγαλύτερη πληγή, καθότανε μαζί μου
και πάντα ρούφαγε το καθαρό το αίμα της ψυχής μου –
μα τώρα ήσυχα, δίχως τις απειλές της
τις μέρες μας θε να περνούμε.
Και σε έναν μίμο του Ηρώνδα,2 τον επιγραφόμενο Ζηλότυπος, η φράση μάς ακούγεται ακόμη πιο οικεία. Σε αυτόν τον μίμο έχουμε μια δέσποινα, τη Βίττινα, που ζηλεύει έναν δούλο της, τον Γάστρωνα, τον οποίο έχει κάνει εραστή της και του γκρινιάζει θυμωμένη ότι κυνηγάει μιαν άλλη γυναίκα, την Αμφυταία. Και εκείνος, ο οποίος έχει πράγματι παράλληλη σχέση με την Αμφυταία, πασχίζει να υπερασπιστεί τον εαυτό του διαμαρτυρόμενος:
ΓΑΣΤΡΩΝ
Ἐγὼ Ἀμφυταίῃ; τὴν λέγεις ὁρώρηκα
γυναῖκα; Προφάσεις πᾶσαν ἡμέρην ἕλκεις,
Βίττινα· δοῦλός εἰμι, χρῶ ὅ,τι βούλει <μοι>
καὶ μὴ τό μευ αἷμα νύκτα κἡμέρην [πῖ]νε.
Σε μετάφραση
ΓΑΣΤΡΩΝΑΣ
Εγώ την Αμφυταία; ΄Εχω ελόγου μου δει τη γυναίκα αυτή που λες;
΄Ολη τη μέρα, Βίττινα, ψάχνεις για αφορμές·
εντάξει, δούλος είμαι, κάνε με ό,τι θες,
ωστόσο μη μου πίνεις το αίμα νύχτα μέρα!
Να ξέρατε μόνο τι βασανιστήρια διέταξε στη συνέχεια η ζηλιάρα Βίττινα να υποστεί ο κακομοίρης! Ευτυχώς, μεσολάβησε η αγαπημένη της δούλα και με παρακάλια – δεν χρειάστηκαν και πολλά, είναι η αλήθεια… – κατάφερε να κάμψει τον θυμό της κυράς της και να την πείσει να του δώσει χάρη.
1) Εννοεί την Ηλέκτρα.
2) Ηρώνδας: μιμογράφος, για τον οποίο έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Πρέπει να έδρασε γύρω στα μέσα του 3ου αι. π. Χ. Υποστηρίχθηκε ότι γεννήθηκε στην Κω, επειδή μέσα στο έργο του υπάρχουν στοιχεία που τον συνδέουν με το νησί. Μάλλον όμως εκεί έζησε ένα μέρος της ζωής του, καθώς η Κως ήταν σημαντικό πνευματικό κέντρο εκείνα τα χρόνια. Σώζονται επτά ακέραιοι Μίμοι του, μέρος του όγδοου και κάποιοι στίχοι διάσπαρτοι. Στους ελληνιστικούς χρόνους ο μῖμος είναι ένα μικρής έκτασης δραματικό έργο με θεατρική δράση σχεδόν ανύπαρκτη, κάτι σαν μικρό μονόπρακτο που προορίζεται για απαγγελία και όχι για παράσταση. Χάρη στο ρεαλιστικό του στοιχείο, τις ευτράπελες ιστορίες προσώπων της κοινής ζωής, τους ζωντανούς διαλόγους με τα χοντροκομμένα αστεία, ο μίμος έγινε αγαπημένο λαϊκό είδος διασκέδασης. Τα θέματά τους ποικίλλουν, όπως συνάγεται και από τους τίτλους τους: Πορνοβοσκός (Προαγωγός), Διδάσκαλος, Σκυτεύς ( Τσαγκάρης) κ. ά. Κύριο χαρακτηριστικό του Ηρώνδα είναι ο απλός λόγος ο διανθισμένος με παροιμίες, πολλά ευτράπελα στοιχεία και συχνά με αθυροστομίες.