O διάλογος Φaίδων είναι ίσως το πιο συγκινητικό έργο του Πλάτωνα, καθώς σε αυτό περιγράφεται η τελευταία ημέρα της ζωής τού Σωκράτη· οι συνομιλίες του με θέμα την αθανασία της ψυχής, συνομιλίες που τον ενώνουν για τελευταία φορά με τους φίλους του, και ο θάνατός του.1
Το αρχαίο κείμενο από τον επίλογο του διαλόγου με τη συγκλονιστική λιτότητα της αφήγησης των τελευταίων στιγμών του μεγάλου φιλοσόφου, το οποίο ανήκει στις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, παρουσιάζουμε εδώ μεταφρασμένο στα Νέα Ελληνικά.
Ο Φαίδων είναι ουσιαστικά ένας συνδυασμός διαλόγου και αφήγησης, που τοποθετείται στον Φλειούντα της Πελοποννήσου. Εκεί βάζει ο Πλάτων τον Φαίδωνα,2 τον μαθητή του Σωκράτη, να τον έχει υποδεχτεί ένας Φλειάσιος, ο Εχεκράτης, ο οποίος τον παρακαλεί να του αφηγηθεί το τέλος του φιλοσόφου, αφού υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των τελευταίων στιγμών του δασκάλου του. Ο Φαίδων δέχεται και εξιστορεί τα όσα συνέβησαν εκείνη την αποφράδα ημέρα.
Η όλη περιγραφή από την πένα του Πλάτωνα είναι αριστοτεχνική, κατατάσσοντας τον Φαίδωνα στους πλατωνικούς διαλόγους που ξεχωρίζουν και ως έργα τέχνης.
Ο Σωκράτης, μετά την καταδίκη του σε θάνατο, παρέμεινε στη φυλακή για τριάντα ολόκληρες ημέρες περιμένοντας την εκτέλεση της ποινής του. Κανονικά, οι θανατικές ποινές στην Αθήνα εκτελούνταν αμέσως, όμως στην περίπτωση του Σωκράτη παρουσιάστηκε καθυστέρηση, που οφειλόταν στην εορτή των Δηλίων. Συγκεκριμένα, οι Αθηναίοι είχαν στείλει στη Δήλο το ιερό πλοίο τους, μέχρι την επιστροφή του οποίου ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση κάθε θανατικής ποινής για να μη μολυνθεί η πόλη.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν που θα έφευγε από τη ζωή, ο Σωκράτης βρέθηκε στο κελί του περιστοιχισμένος από μαθητές και φίλους οι οποίοι έσπευσαν κοντά του για τελευταία φορά ‒ όπως εξάλλου γινόταν καθημερινά όλο τον μήνα της φυλάκισής του, που τον επισκέπτονταν από το πρωί και συχνά περνούσαν όλη την ημέρα μαζί του. Μετά τη συζήτηση, που περιστράφηκε γύρω από το ερώτημα «αν η ψυχή είναι θνητή ή όχι», με τον Σωκράτη υπέρμαχο της αθανασίας της ψυχής, ο φιλόσοφος, όπως διηγείται ο Φαίδων, άφησε τις τελευταίες υποθήκες του στους φίλους του και κατόπιν πέρασε στον χώρο όπου λούστηκε, για να μην επιβαρύνει τις γυναίκες να λούσουν το νεκρό σώμα του. Στη συνέχεια, αποχαιρέτησε τα παιδιά του και τις συγγένισσές του ‒ η γυναίκα του, η Ξανθίππη, τον είχε δει το πρωί ‒ και, κοντοβασίλεμα πια, ξαναγύρισε στους συγκεντρωμένους φίλους του. Τότε ήρθε ο υπηρέτης των ΄Εντεκα3 και, απευθυνόμενος στον φιλόσοφο, του είπε ‒ ακολουθεί το μεταφρασμένο κείμενο με τις τελευταίες σκηνές του δράματος:
« Σωκράτη, εσένα δε θα σε κατακρίνω για ό, τι κατακρίνω άλλους, νά, ότι οργίζονται εναντίον μου και με καταριούνται όταν τους παραγγέλνω να πιουν το δηλητήριο, όπως επιβάλλουν οι άρχοντες. Πάντως εγώ, και από κάτι άλλα στο διάστημα αυτό, έχω καταλάβει για σένα πως είσαι η πιο ευγενική φύση, ο πιο πράος και ο καλύτερος άνθρωπος απ’ όσους έχουν έρθει ποτέ εδώ μέσα· και τώρα μάλιστα είμαι σίγουρος πως δεν είσαι μαζί μου οργισμένος, αλλά, εφόσον γνωρίζεις τους αίτιους, τα έχεις μ’ εκείνους. Τώρα λοιπόν, καθώς ξέρεις τι ήρθα να σου αναγγείλω, χαίρε, και προσπάθησε να υπομείνεις όσο καλύτερα το αναπόδραστο». Και έχοντας δακρύσει, γύρισε πίσω κι άρχισε να απομακρύνεται. Τότε ο Σωκράτης έριξε το βλέμμα του πάνω του και είπε: « Χαίρε κι εσύ· κι εμείς θα κάνουμε ό, τι μας είπες». Συγχρόνως στράφηκε σ’ εμάς και: « Τι ευγενικός άνθρωπος!», είπε· « σ’ όλο αυτό το διάστημα, ερχότανε να με δει και καμιά φορά κουβέντιαζε μαζί μου και ήταν εξαιρετικός· και τώρα, με πόση ευγένεια δακρύζει για μένα! Όμως εμπρός, Κρίτωνα,4 ας τον υπακούσουμε κι ας φέρει κάποιος το δηλητήριο, αν έχει τριφτεί· άλλως, ας προχωρήσει να το τρίψει ο άνθρωπος που κάνει αυτή τη δουλειά».
Και ο Κρίτων είπε: « Μα εγώ τουλάχιστον έχω την εντύπωση, Σωκράτη, ότι ο ήλιος είναι ακόμη επάνω στα βουνά και δεν έχει ακόμη δύσει. Και ξέρω επίσης ότι άλλοι πίνουν το δηλητήριο πολύ πιο αργά απ’ τη στιγμή που τους δίνεται η διαταγή κι αφού πρώτα φάνε και πιουν γερά και συναντηθούν με κάποια πρόσωπα, όποια τυχόν επιθυμούν. Μη βιάζεσαι λοιπόν· υπάρχει ακόμη χρόνος». Και ο Σωκράτης: « Πράγματι, είναι φυσικό», είπε, « Κρίτωνα, εκείνοι στους οποίους αναφέρεσαι να τα κάνουν αυτά, εφόσον νομίζουν ότι κάνοντάς τα κάτι θα κερδίσουν. Μα όσο για μένανε, δεν είναι βέβαια εύλογο να τα κάνω αυτά· γιατί πιστεύω ότι πίνοντας λίγο αργότερα το δηλητήριο, δεν κερδίζω τίποτε άλλο παρά να γίνω καταγέλαστος στον ίδιο μου τον εαυτό που διψώ για τη ζωή και τη λογαριάζω, ενώ τίποτε πλέον δεν έχει απομείνει. Όμως πήγαινε», είπε, « πειθάρχησε και μην κάνεις διαφορετικά».
Κι ως τον άκουσε ο Κρίτων, έκανε νόημα στον δούλο που στεκόταν εκεί κοντά. Κι ο δούλος βγήκε και, αφού πέρασε αρκετή ώρα, επέστρεψε οδηγώντας τον άνθρωπο που επρόκειτο να δώσει το δηλητήριο και το έφερε τριμμένο μέσα σ’ ένα κύπελλο. Μόλις είδε τον άνθρωπο ο Σωκράτης, είπε: « Ωραία λοιπόν, φίλτατε· μιας και είσαι ο ειδικός σ’ αυτά, τι πρέπει να κάνω;» « Τίποτε άλλο», απάντησε εκείνος, « παρά αφού πιεις το δηλητήριο, να περπατάς πέρα δώθε, έως ότου νιώσεις βαριά τα σκέλη σου· μετά, ξάπλωσε· κι έτσι αυτό θα ενεργήσει». Ταυτόχρονα έδωσε το κύπελλο στον Σωκράτη. Κι αυτός το πήρε τελείως ήρεμος, χωρίς καθόλου να φοβάται και χωρίς να αλλοιωθούν ούτε το χρώμα ούτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά καταπώς συνήθιζε, λοξοκοίταξε κάτω από τα φρύδια του με το ταυρίσιο βλέμμα του τον άνθρωπο και είπε: « Τι λες; Να κάνω με αυτό το ποτό σπονδή5 σε κάποιον θεό; Επιτρέπεται ή όχι;» « Σωκράτη, τρίβουμε τόσο», απάντησε εκείνος, « όσο κρίνουμε πως είναι αρκετό για να πιει κανείς». « Καταλαβαίνω», είπε ο Σωκράτης, « αλλά τουλάχιστον το να προσευχηθεί κανείς στους θεούς για να γίνει ευτυχής η μετοίκηση από εδώ εκεί κάτω υποθέτω πως και επιτρέπεται και επιβάλλεται· αυτή λοιπόν την ευχή κάνω κι εγώ, και είθε να γίνει έτσι». Και μόλις είπε αυτά, αμέσως έφερε το κύπελλο στο στόμα και ήπιε όλο το δηλητήριο με μεγάλη ευκολία και αταραξία.
Και οι περισσότεροι από μας, ώς εκείνη τη στιγμή, μόλις και μετά βίας κατάφερναν να συγκρατούν τα δάκρυά τους· όταν όμως τον είδαμε να πίνει το δηλητήριο και να το έχει πιει δεν μπορέσαμε πλέον να κρατηθούμε. Εμένανε του ίδιου, χωρίς να το θέλω, έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυά μου κι έτσι σκέπασα το πρόσωπό μου κι έκλαιγα τον εαυτό μου, πάντως αλήθεια, όχι εκείνον, έκλαιγα την τύχη μου που θα έχανα έναν τέτοιο σπουδαίο σύντροφο. Από την άλλη ο Κρίτων, επειδή πριν ακόμη από μένα δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, σηκώθηκε να βγει έξω. Ο δε Απολλόδωρος6 και προηγουμένως δεν σταματούσε στιγμή να δακρύζει, όμως τότε πια έσκουξε μουγκρίζοντας μες στο κλάμα και στην αγανάκτηση, ώστε δεν έμεινε κανένας από τους παρόντες που να μην του σπαράξει την καρδιά, εκτός βέβαια από τον ίδιο τον Σωκράτη. Εκείνος τότε είπε: « Τι είναι αυτά που κάνετε, αγαπητοί μου; Κι όμως, εγώ ακριβώς γι’ αυτό έδιωξα τις γυναίκες, για να μην πέσουν σε τέτοια λάθη, εφόσον μάλιστα έχω ακούσει ότι κανείς πρέπει να πεθαίνει μέσα σε λόγια καλά, μετρημένα. Ησυχάζετε, λοιπόν, και δείξτε καρτερία». Κι εμείς, ακούγοντάς τον, νιώσαμε ντροπή και συγκρατήσαμε τα δάκρυά μας.
Και ο Σωκράτης, εκεί που πήγαινε πέρα δώθε, καθώς ένιωσε τα σκέλη του να βαραίνουν, όπως είπε, ξάπλωσε ανάσκελα· γιατί έτσι τον συμβούλευε ο άνθρωπος που λέγαμε, ο οποίος συγχρόνως αγγίζοντάς τον, εξέταζε κατά διαστήματα τα πόδια και τα σκέλη του· κι έπειτα, κάποια στιγμή, πίεσε με δύναμη το πόδι του και τον ρώτησε αν το αισθάνεται. Κι εκείνος είπε όχι.
Μετά απ’ αυτό, έκανε ξανά το ίδιο στις κνήμες και ανεβαίνοντας προς το πάνω μέρος του σώματος μας έδειχνε ότι πάγωνε και είχε αρχίσει η ακαμψία. Και συνέχιζε να τον εξετάζει ψηλαφώντας τον και είπε ότι, όταν αυτό φτάσει στην καρδιά, είναι η στιγμή που θα φύγει. Και ναι, είχαν αρχίσει ήδη να παγώνουν τα γύρω από το υπογάστριο μέρη· τότε, ο Σωκράτης ξεσκέπασε το πρόσωπό του ‒ γιατί είχε καλυφθεί7 ‒ και πρόφερε τα τελευταία λόγια που βγήκαν απ’ το στόμα του: « Κρίτωνα», είπε, « στον Ασκληπιό χρωστάμε έναν πετεινό·8 να ξεπληρώσετε την οφειλή το δίχως άλλο και μην το αμελήσετε». « Εντάξει, αυτό θα γίνει», είπε ο Κρίτων· « κοίτα όμως· μήπως έχεις και τίποτε άλλο να πεις;» Στην ερώτηση αυτή του Κρίτωνα δεν έδωσε πλέον καμιά απάντηση· μόνο μετά από λίγο κινήθηκε και ο άνθρωπος τον ξεσκέπασε. Κι εκείνος είχε τα μάτια στυλωμένα· βλέποντάς το αυτό ο Κρίτων, του έκλεισε το στόμα και τα μάτια.
Αυτό ήταν, Εχεκράτη, το τέλος του συντρόφου μας, ενός ανθρώπου για τον οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο άριστος και επιπλέον ο σωφρονέστερος και δικαιότερος απ’ όσους γνωρίσαμε εμείς εκείνο τον καιρό.