Τα παραπάνω δύο πλάσματα του ζωικού βασιλείου έχουν κάτι κοινό: το όνομά τους τα συνδέει με την περιοχή του Εύξεινου Πόντου.
Και πρώτα το μικρό τρωκτικό, ο μῦς1 της αρχαίας Ελληνικής, που μας κληροδότησε και το όνομα «ποντικός», το οποίο αντικατέστησε στα μεσαιωνικά χρόνια τον «μῦν». Μόνο που η αρχαία λέξη Ποντικὸς είναι επίθετο, Ποντικός-ή-όν, και σημαίνει τον προερχόμενο είτε από τον Εύξεινο Πόντο είτε από την ανοικτή θάλασσα, τον πόντον. Η Ελλάδα στην αρχαιότητα έκανε εισαγωγή δημητριακών από την Αίγυπτο, τον Εύξεινο Πόντο και τη Σικελία ‒ μάλιστα η Αθήνα, μία από τις ελληνικές πόλεις που δεν ήταν αυτάρκης σε σιτηρά, εισήγε από αυτές τις περιοχές το μεγαλύτερο μέρος των δημητριακών που κατανάλωνε. Μέσα στα πλοία, λοιπόν, τα οποία μετέφεραν σιτάρι από τα παράλια του Πόντου είτε γενικώς διασχίζοντας τον πόντον, τα πελάγη, ερχόταν στην Ελλάδα και ο μῦς, που λόγω της προέλευσής του ονομάστηκε Ποντικὸς μῦς (αρχικά πιθανόν να δήλωνε ένα είδος νυφίτσας). Σιγά-σιγά και χάριν συντομίας, η λέξη μῦς έπαψε να αναφέρεται και χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό το επίθετο, το υποκοριστικό του οποίου, το «ποντίκι», επικράτησε αργότερα.
Ο Αριστοτέλης στο έργο του Περὶ τὰ ζῶα ἱστορίαι γράφει: Φωλιάζει και ο ἐλειὸς2 στα δέντρα και την εποχή αυτή γίνεται πολύ παχύς, όπως
καὶ ὁ μῦς ὁ Ποντικὸς ὁ λευκός,
και ο λευκός ποντικός του Πόντου.
Το ίδιο συνέβη και με το επίθετο ἀρουραῖος-α-ον (← ἄρουρα3 = καλλιεργήσιμη γη, χωράφι), το οποίο ουσιαστικοποιήθηκε επίσης σε βάρος του ουσιαστικού μῦς. Η φράση ἀρουραῖος μῦς δήλωνε τον ποντικό των αγρών σε αντίθεση με τον προαναφερθέντα, τον μεταφερόμενο με τα ποντοπόρα πλοία.
Ο Ηρόδοτος στο Βιβλίο ΙΙ, όπου πραγματεύεται την ιστορία της Αιγύπτου, λέει για έναν Αιγύπτιο βασιλιά ότι, όταν στρατοπέδευσε για να αντιμετωπίσει τους Ασσύριους εισβολείς,
[…] τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας νυκτὸς μῦς ἀρουραίους
κατὰ μὲν φαγεῖν τοὺς φαρετρεῶνας αὐτῶν, κατὰ δὲ τὰ τόξα, […]
Σε μετάφραση
[…] τη νύχτα ξεχύθηκαν πάνω στους εχθρούς αρουραίοι ποντικοί
και κατάφαγαν τις φαρέτρες τους, κατάφαγαν και τα τόξα, […]
Άλλη μία ανάλογη περίπτωση, πάλι με το επίθετο Ποντικός, είναι τα φουντούκια της νέας Ελληνικής. Στην αρχαία Ελλάδα λέγονταν Ποντικὰ κάρυα,4 δηλαδή κάρυα από τον Πόντο. Εξέπεσε το κάρυα και έμεινε το επίθετο να σημαίνει «φουντούκια». Η λέξη «φουντούκι» είναι αντιδάνειο από το τουρκικό findik, στο οποίο μετέτρεψαν οι Τούρκοι τη λέξη Ποντικὸν (ενν. κάρυον) προσαρμόζοντάς το στη γλώσσα τους.
Στο σπουδαιότερο φαρμακολογικό έργο που έχουμε από την αρχαιότητα, το Περὶ ὓλης ιατρικῆς του Διοσκουρίδη (1ος αι. μ. χ.), διαβάζουμε:
Τὰ δὲ Ποντικά, ἃ ἔνιοι λεπτοκάρυα καλοῦσι,
< κεφαλῆς> κακωτικά, κακοστόμαχα.
Σε μετάφραση
Τα δε φουντούκια, που μερικοί τα αποκαλούν λεπτοκάρυα,
είναι βλαπτικά για το κεφάλι και κάνουν κακό στο στομάχι.
Και τώρα ο Φασιανὸς (ενν. ὄρνις), το ωραίο πτηνό φασιανός (Phasianus colchicus). To όνομά του το οφείλει στον ποταμό της αρχαίας Κολχίδας Φᾶσιν,5 όπου υπήρχε σε αφθονία και του οποίου οι όχθες ήταν ο τόπος αναπαραγωγής του. Σύμφωνα με την παράδοση, στην Ελλάδα το μετέφεραν οι Αργοναύτες και αργότερα, χάρη στους Ρωμαίους, διαδόθηκε στην Ευρώπη.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο συγγραφέας των Φιλοσόφων βίων, γράφοντας για τον Σόλωνα διηγείται το εξής περιστατικό: ΄Οταν ο μεγάλος Αθηναίος νομοθέτης και πολιτικός επισκέφτηκε τον βασιλιά της Λυδίας, τον Κροίσο, ο τελευταίος στολίστηκε με κάθε λογής πλουμίδια, κάθισε στον θρόνο και ρώτησε τον Σόλωνα αν είχε δει στη ζωή του ωραιότερο θέαμα. Και εκείνος τον αποστόμωσε δίνοντάς του την απρόσμενη θαυμάσια απάντηση!:
ἀλεκτρυόνας καὶ φασιανοὺς καὶ ταώς·
φυσικῷ γὰρ ἄνθει κεκόσμηνται καὶ μυρίῳ καλλίονι.
Σε μετάφραση
(Ναι. Είδα) πετεινούς και φασιανούς6 και παγόνια·
γιατί αυτά είναι στολισμένα με φυσικά εκλεκτά προσόντα
και μύριες φορές ωραιότερα.
Και η απόκριση του Σόλωνα μου φέρνει στον νου τούτα τα λόγια του Χριστού που ακούστηκαν αιώνες αργότερα ( Κατὰ Ματθαῖον Ευαγγέλιο, κεφ. Στ΄ 28-29):
[…] καὶ περὶ ἐνδύματος τι μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ
πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν
ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. […]
Σημειώσεις