Η λέξη συκοφάντης έχει επιβιώσει ώς τις μέρες μας από την αρχαιότητα με την ίδια σημασία, του ανθρώπου που κατηγορεί ψευδώς ή διαβάλλει κάποιον. Είναι λέξη σύνθετη, η οποία σχηματίζεται από το ουσιαστικό σῦκον με την κατάληξη –φάντης, που παράγεται από το ρήμα φαίνω= φανερώνω, αποκαλύπτω. Σχετικά με τη διαμόρφωση της σημασίας της έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές· σύμφωνα με τις δύο πιο δημοφιλείς εξ αυτών, συκοφάντες λέγονταν εκείνοι οι οποίοι κατήγγελλαν όσους συνελάμβαναν να κλέβουν σύκα ή αποκάλυπταν και έδιναν πληροφορίες εναντίον εκείνων που επιχειρούσαν παράνομα να εξαγάγουν σύκα, εφόσον η εξαγωγή σύκων ήταν, κατά τον Πλούταρχο, κάποτε απαγορευμένη στην αρχαία Αθήνα (σύμφωνα με τον γραμματικό ΄Ιστρο, για να τα απολαμβάνουν μόνο οι κάτοικοί της). Ωστόσο αυτή η ερμηνεία θεωρείται επινόημα, γιατί σε κανένα κείμενο δεν μαρτυρείται η σχετική απαγόρευση. Υπάρχει και μία πικάντικη άποψη κατά την οποία, επειδή σύκο αποκαλούσαν και το γυναικείο αιδοίο, συκοφάντες ήταν εκείνοι που κατήγγελλαν περιπτώσεις μοιχείας ή γενικώς ανήθικης συμπεριφοράς (σῦκον φαίνω = δείχνω το αιδοίο), πάντα με κατασκευασμένα στοιχεία.
Η συκέα, η συκιά ήταν γνωστή στον ελλαδικό χώρο από τους προϊστορικούς χρόνους – και γενικότερα μιλώντας, στην Ευρώπη βεβαιώθηκε η προϊστορική ύπαρξη του δέντρου με την εύρεση απολιθωμάτων φύλλων και καρπών συκιάς στην περιοχή του Παρισιού από την Πλειστόκαινη εποχή– όπως, δε, έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερο άρθρο μας, το όνομα σῦκον είναι προελληνικό και απαντά στα κείμενα της Γραμμικής Β με τον τύπο su–za.
Για τους αρχαίους και ειδικά τους Αθηναίους που είχαν γη φτωχή, το σύκο αποτελούσε ένα από τα βασικά είδη διατροφής και το θεωρούσαν ιδιαίτερα ωφέλιμο στους ανθρώπους. ΄Ηταν γνωστές οι άριστες χωνευτικές και υπακτικές ιδιότητές του, και ο Αριστοτέλης επιπροσθέτως αναφέρει ότι είναι αντίδοτο σε κάθε βλαβερό δηλητήριο – πράγματι, το γαλακτώδες υγρό που βγάζουν τα φύλλα, τα κλωνάρια της συκιάς και τα σύκα μόλις κοπούν, εξουδετερώνει το δηλητήριο του σκορπιού. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι γνώριζαν επίσης ότι τα σύκα κάνουν καλό στο συκώτι ανθρώπων και ζώων· τάιζαν λοιπόν με ξερά σύκα τους χοίρους και τις χήνες, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο αποκτούσαν μεγάλο, λιπαρό και με βελτιωμένη γεύση ήπαρ που το ’χαν για μεγάλη νοστιμιά.1 Στην περίπτωση αυτή ονόμαζαν το ήπαρ συκωτόν, εξού το μεσαιωνικό υποκοριστικό «συκώτιον», από το οποίο προήλθε ο νεότερος τύπος «συκώτι» που αντικατέστησε τη λέξη ήπαρ.
Ο Ανάνιος, ένας ΄Ιωνας ποιητής του 6ου αι. π. Χ., αναδεικνύει τη λατρεία των αρχαίων για τα σύκα με τους παρακάτω στίχους:
Εάν κανείς κλειδαμπαρώσει στο σπίτι του πολύ χρυσάφι
και σύκα λιγοστά και δύο- τρεις ανθρώπους,
θα μάθει πόσο είν’ ανώτερα τα σύκα απ’ το χρυσάφι.
Υπήρχαν πολλές ποικιλίες και ονομασίες σύκων, ανάλογα με το χρώμα, τη γεύση, το μέγεθος, την ποιότητα ή και τους τόπους παραγωγής τους, όπως και σήμερα (μαυρόσυκα, ασπρόσυκα, καλαματιανά, βασιλικά, τα βασίλεια των αρχαίων, ένα έξοχο είδος σύκων, κ. ά.). Περίφημα ήταν τα σύκα της Ρόδου, της Πάρου, κυρίως όμως τα αττικά, για τα οποία ο Αντιφάνης,2 επαινώντας σε ένα σωζόμενο διαλογικό απόσπασμά του την Αττική, γράφει:
Μα τι πράγματα, Ιππόνικε, παράγει η χώρα αυτή
ξεχωριστά σ’ όλη την οικουμένη,
το μέλι, το ψωμί, τα σύκα!
Β. Α, βέβαια, σύκα, μά τον Δία, βγάζει πάρα πολλά!
Το ξερό σύκο, που είναι πολύ πλουσιότερο σε σάκχαρο μετά την αποξήρανσή του, λεγόταν ἰσχάς-άδος (ἡ) (←ἰσχνός ) ⸺ «πραγματικά, τίποτε πιο γλυκό απ’ τα ξερά τα σύκα δεν υπάρχει», λέει ο Αριστοφάνης ⸺, και φυσικά πάλι τη μεγάλη φήμη την κρατούσαν τα ξερά σύκα της Αττικής· μάλιστα, ο κωμωδιογράφος ΄Αλεξις χαρακτηρίζει τις ἰσχάδες παράσημον τῶν Ἀθηνῶν, έμβλημα της Αθήνας.
Η άγρια συκιά, όπως και ο καρπός της, λεγόταν ἐρινεός (ὁ ), κοινώς ορνεός ή ορν(ι)ός ή ορνιά, εξού ορνιάζω, όρνιασμα. Το όρνιασμα είναι η πανάρχαια μέθοδος του ἐρινασμοῦ, που συνίσταται στο κρέμασμα επάνω στην ήμερη συκιά αγριόσυκων για γονιμοποίηση. Περί τίνος πρόκειται: Αρκετές ποικιλίες συκιάς δεν γονιμοποιούνται και δεν καρποφορούν χωρίς το όρνιασμα με αγριόσυκα. Συγκεκριμένα, η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια του Βλαστοφάγου ψηνός (ὁ ψήν), του μικρού υμενόπτερου που ζει κατά εκατοντάδες μέσα στα άγρια σύκα. Το γονιμοποιημένο θηλυκό πηγαίνει και εναποθέτει τα αυγά του μέσα στα ήμερα σύκα και έτσι βοηθά στη γονιμοποίησή τους με τη γύρη που μεταφέρει· ἐκ γὰρ τῶν ἐκεῖ κρεμαννυμένων ἐρινῶν ψῆνες ἐκδυόμενοι…, από τα άγρια σύκα που κρέμονται εκεί βγαίνουν οι ψήνες…, διαβάζουμε στον Θεόφραστο. Και ο λαός μας ονόμασε τον Ιούνιο Ερινιαστή ή Ορνιαστή, επειδή αυτόν τον μήνα συνηθίζουν να τοποθετούν στα ήμερα συκόδεντρα τους ορνούς για γονιμοποίηση των συκών.
Ἐρινεὸς ονομαζόταν ο τόπος στην Ελευσίνα όπου κατά την παράδοση έγινε η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, ονομασία οφειλόμενη στην αγριοσυκιά που βρισκόταν εκεί. Γενικώς, η άγρια συκιά δήλωνε την είσοδο για τον κάτω κόσμο, και ακόμη και σήμερα υπάρχει η δεισιδαιμονία ότι δεν πρέπει να κοιμάται κανείς κάτω από αγριοσυκιά.
Ας έλθουμε τώρα στους συκοφάντες. Γι’ αυτή τη μάστιγα της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου αι. π. Χ., και για το πώς διευκολύνθηκε η δράση τους από τη δικαστική διαδικασία στην Αθήνα έχουμε κάνει λόγο σε παλαιότερο κείμενό μας με θέμα τη λέξη «νυστακτής» (13/10/2019). Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι οι συκοφάντες είχαν αναγάγει τη διαβολή σε επάγγελμα. Κατηγορούσαν αδιακρίτως, για να αποσπάσουν χρήματα από πολίτες εκβιάζοντάς τους ότι θα τους καταγγείλουν για κάτι που δεν είχαν κάνει· εξαγοράζονταν από όσους είχαν πράγματι διαπράξει αδίκημα, για να μην τους καταγγείλουν· πληρώνονταν για να μηνύσουν πολίτη προς χάριν κάποιου άλλου. Τα παρασιτικά αυτά στοιχεία που ταλαιπωρούσαν αθώους πολίτες ήταν, φυσικά, μισητά και απεχθή πρόσωπα.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέει ο Δημοσθένης για τον Αριστογείτονα, έναν συστηματικό συκοφάντη, στον λόγο που εκφώνησε εναντίον του (Κατὰ Ἀριστογείτονος Α΄):
« Περνάει μέσα από την αγορά σαν οχιά ή σκορπιός με σηκωμένο το κεντρί, ορμώντας εδώ κι εκεί, δουλεύοντας μέσα στο μυαλό του πάνω σε ποιον θα ρίξει συμφορά, κακολογία, θα τον βάλει σε μπελά και, εμπνέοντάς του φόβο, θα του αποσπάσει χρήματα… Αδιάλλακτος, δίχως μόνιμη στέγη, ακοινώνητος, που ούτε την ευγνωμοσύνη ούτε τη φιλία ξέρει ούτε άλλο τίποτε από όσα γνωρίζει ένας μετρημένος άνθρωπος».
Και σε ένα άλλο σημείο του λόγου διαβάζουμε:
ὡδὶ γὰρ ὁρᾶτε. οὐδένα πώποτ’ ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ
φαλάγγιον, μηδὲ δάκοι· ἀλλ’ ὅμως ἅπαντα τὰ τοιαῦτα,
ἐπὰν ἴδητε, ἀποκτείνετε. τὸν αὐτὸν τοίνυν τρόπον, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, καὶ ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν
ἄνθρωπον ἴδητε, μὴ πόθ’ ἕκαστον ὑμῶν δήξεται περιμένετε,
ἀλλ’ ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρησάσθω.
Σε μετάφραση
Λοιπόν, κοιτάξτε εδώ· ίσως κανέναν σας ώς τώρα δεν τον δάγκωσε ούτε οχιά
ούτε δηλητηριώδης αράχνη ‒ και μακάρι να μην τον δαγκώσει. Όμως όταν
δείτε όλα τα πλάσματα αυτού του είδους, τα σκοτώνετε. Τον ίδιο λοιπόν
τρόπο (εφαρμόστε), άνδρες Αθηναίοι, και όταν δείτε συκοφάντη και
άνθρωπο φαρμακερό που έχει φύση οχιάς· μην περιμένετε πότε θα δαγκώσει
τον καθένα σας, αλλά οποιοσδήποτε βρεθεί μπροστά σας πάντοτε ας
τιμωρείται.
Και όταν κάποτε ο Διογένης ρωτήθηκε ποιο απ’ όλα τα θηρία κάνει το πιο άσχημο δάγκωμα, είπε:
τῶν μὲν ἀγρίων συκοφάντης, τῶν δὲ ἡμέρων κόλαξ.
Δηλαδή
Από τα άγρια ο συκοφάντης και από τα ήμερα ο κόλακας.
1) Όπως βλέπουμε, η τεχνική παρασκευής του φουά-γκρα, αυτής της γαστρονομικής παράδοσης της γαλλικής κουζίνας, είναι γνωστή ήδη στους αρχαίους χρόνους, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της γευστικής απόλαυσης του συκωτιού της χήνας.
2)Αξιόλογος ποιητής της Μέσης κωμωδίας (περ. 408-334). Ελάχιστες ειδήσεις υπάρχουν για τη ζωή του, ωστόσο και αυτές ελέγχονται ως ανακριβείς. ΄Αγνωστος μάς είναι ακόμη και ο τόπος καταγωγής του. Υπήρξε πολυγραφότατος, καθώς του αποδίδονται πάνω από 300 κωμωδίες, από τις οποίες γνωρίζουμε 130 τίτλους και ορισμένα αποσπάσματα που έχουν σωθεί.
Εξαιρετικὀ συνχαρετἠρια και συνεχεἰστε….