Το ρήμα της αρχαίας Ελληνικής τρώγω χρησιμοποιόταν για φυτοφάγα ζώα και για ανθρώπους που έτρωγαν όσπρια ή καρπούς ωμούς (σύκα, αμύγδαλα, καρύδια κ.λπ.) και σήμαινε, για την ακρίβεια, μασώ, ροκανίζω με τα δόντια ‒ άλλωστε το ρήμα είναι ηχοποίητη λέξη, καθώς σχηματίστηκε από τη μίμηση του ήχου που συνδέεται με τη συγκεκριμένη ενέργεια. (Ομόρριζά του είναι οι λέξεις: τρώγλη= το τρυπημένο σημείο τοίχου ή άλλου μέρους, κυρίως η ποντικότρυπα, αλλά και η σπηλιά και, κατ’ επέκταση, η άθλια κατοικία· τρωγάλια ή τραγήματα, όπως λέγονταν οι ξηροί καρποί και τα φρούτα που έτρωγαν οι αρχαίοι ως επιδόρπιο ‒ σε αυτά τα ονόματα, κατά μία άποψη, ανάγεται η λέξη «στραγάλι»· τρωγλοδύτης· τρωκτικός-ή-όν· τράγος· τραγανός).
Σε μεταγενέστερους χρόνους το τρώγω απέκτησε τη γενική έννοια τού λαμβάνω τροφή, αντικαθιστώντας το αρχαίο αντίστοιχό του ἐσθίω.1
Σήμερα το ρήμα τρώ(γ)ω έχει και μία άλλη, μεταφορική έννοια, σημαίνει δηλαδή ξοδεύω, σπαταλώ. Λέμε λ. χ. «έφαγε όλα του τα λεφτά ή όλες του τις οικονομίες ή την περιουσία του στις διασκεδάσεις, στο καζίνο, στα χαρτιά κ.λπ.».
Αυτή η μεταφορική χρήση του ρήματος έχει επιβιώσει από τους αρχαίους χρόνους, όπως θα δούμε σε ένα απόσπασμα από τον λόγο του Αθηναίου ρήτορα Αισχίνη, τον Κατὰ Τιμάρχου.
Ο Αισχίνης γεννήθηκε γύρω στα 390 π. Χ. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια και, όταν μεγάλωσε, δοκίμασε τις δυνάμεις του ως ηθοποιός, αλλά, ως φαίνεται, δεν προχώρησε πέρα από τον ρόλο του τριταγωνιστή. Την πολιτική του σταδιοδρομία την άρχισε ως εχθρός του Φίλιππου, συνοδοιπορώντας πολιτικά με τον Δημοσθένη. Αργότερα όμως έγινε οπαδός της φιλειρηνικής παράταξης, και οι δύο πολιτικοί βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα να συγκρούονται στα δικαστήρια. Μετά τη δικαίωση του Δημοσθένη στην τελευταία αντιπαράθεσή τους, στη δίκη τού 330 π. Χ.,2 ο Αισχίνης εγκατέλειψε την Αθήνα. Αβέβαιες πληροφορίες τον θέλουν να ζει για ένα διάστημα στην ΄Εφεσο, κατόπιν στη Ρόδο και να πεθαίνει το 314. Από τους λόγους του έχουν σωθεί μόνο τρεις, που εκφωνήθηκαν σε τρεις δίκες πολιτικού περιεχομένου.
Ο Αισχίνης διαθέτει ευγλωττία που όμως δεν είναι ορμητική όπως του Δημοσθένη, ωστόσο ο λόγος του είναι εναργής και ακριβής στα νοήματα, και η γλώσσα του ομαλή και ρέουσα. Θεωρείται ο πιο τεχνικός ρήτορας των Αθηναίων μετά τον Δημοσθένη.
Ο Κατὰ Τιμάρχου λόγος του αποτελεί σκληρή προσωπική επίθεση κατά του ήθους του Τιμάρχου, πολιτικού και φίλου τού Δημοσθένη. Τι έχει συμβεί;
Το 346 συνομολογήθηκε ειρήνη μεταξύ του Φίλιππου και των Αθηναίων, και στις δύο πρεσβείες προς τον Φίλιππο που την προετοίμασαν είχαν πάρει μέρος και ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης. Μετά την επιστροφή των πρέσβεων στην Αθήνα, ο Δημοσθένης έπεισε τον Τίμαρχο να κατηγορήσει τον Αισχίνη ότι ως πρεσβευτής εξαγοράστηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά. Ο Αισχίνης αμυνόμενος κατηγόρησε τον Τίμαρχο για άσωτη νεανική ζωή, για πορνεία και για κατασπατάληση της πατρικής περιουσίας, πράξεις που σύμφωνα με τον νόμο τού αφαιρούσαν το δικαίωμα να εμφανίζεται ως κατήγορος και να συμμετέχει στον δημόσιο βίο. Η δίκη έγινε το 345 μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο, καθώς είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον όλων των Αθηναίων, και την κέρδισε ο Αισχίνης. Ο ίδιος ο Τίμαρχος δεν απολογήθηκε και καταδικάστηκε σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Ξεδιπλώνοντας τα επιχειρήματά του, ο Αισχίνης παρουσιάζει τον Τίμαρχο ως κοινή πόρνη που είχε συζήσει με πέντε διαφορετικούς άντρες , «πουλώντας» το κορμί του στον καθένα τους. Ως τελευταίο εραστή του υποδεικνύει έναν άλλον πολιτικό, τον Ηγήσανδρο ‒ πόρνο τον αποκαλεί και αυτόν ‒ ο οποίος τον σπίτωσε. Λέει, λοιπόν, σε κάποιο σημείο ότι, όσο ο Ηγήσανδρος είχε στη διάθεσή του την περιουσία της γυναίκας του και τα χρήματα που είχε αποκτήσει μακριά από την πατρίδα,3 οι δυο τους ζούσαν μέσα στην ακολασία. Παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
ἐπειδὴ δὲ ταῦτα μὲν ἀπωλώλει καὶ κατεκεκύβευτο καὶ κατωψοφάγητο,
οὑτοσὶ δ’ ἔξωρος ἐγένετο, ἐδίδου δ’ εἰκότως οὐδεὶς ἔτι οὐδέν,
ἡ δὲ βδελυρὰ φύσις καὶ ἀνόσιος ἡ τούτου ἀεὶ τῶν αὐτῶν ἐπεθύμει,
καὶ καθ’ ὑπερβολὴν ἀκρασίας ἕτερον ἐφ’ ἑτέρῳ ἐπίταγμα ἐπέταττε,
καὶ ἀπεφέρετο εἰς τὸ καθ’ ἡμέραν ἔθος, ἐνταῦθα ἤδη ἐτράπετο
ἐπὶ τὸ καταφαγεῖν τὴν πατρῴαν οὐσίαν. Καὶ οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλ’ εἰ οἷόν τ’ ἐστὶν εἰπεῖν, καὶ κατέπιεν.
Σε μετάφραση
Όταν όμως τα χρήματα έγιναν καπνός και χάθηκαν στα ζάρια4 και στην απόλαυση πλούσιων εδεσμάτων, κι από την άλλη τούτος δω5 μέστωσε και, όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν του ’δινε πλέον τίποτε, ενώ η διεφθαρμένη και ανόσια φύση του εξακολουθούσε να έχει τις ίδιες επιθυμίες και από υπερβολική διαστροφή η μια απαίτηση μετά την άλλη τον πίεζε επιτακτικά και γύριζε στις καθημερινές του συνήθειες, τότε πια στράφηκε στο να καταφάει την πατρική του περιουσία.6 Και όχι μόνο την κατάφαγε, μα, αν μπορεί κανείς να το πει, και την καταβρόχθισε.
Σκάνδαλο και πολιτική. Αθήνα, 345 π. Χ.
1) Ομόρριζα του ἐσθίω: Από μεν τη ρίζα ἐδ-, από την οποία σχηματίζεται ο Μέλλων ἔδομαι και ο Παρακείμενος ἐδήδοκα, παράγονται οι λέξεις ἔδεσμα, ἐδώδιμος. Από δε τη ρίζα φάγ-, από την οποία σχηματίζεται ο Αόριστος ἔφαγον, παράγονται το φαγητό, ο φαγωμός, το φαγώσιμο.
2) Για τον Αισχίνη και για τη δίκη αυτή κάναμε λόγο στο κείμενό μας της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 με αφορμή τη φράση « το και το».
3) Ο Ηγήσανδρος είχε βρεθεί στη Θράκη ως ταμίας του ναυάρχου Τιμόμαχου, ο οποίος είχε αποσταλεί επικεφαλής του αθηναϊκού στόλου για να προστατεύει τα εκεί συμφέροντα των Αθηναίων. Κατά τα λεγόμενα του Αισχίνη, γύρισε στην Αθήνα με μεγάλη περιουσία, εκμεταλλευόμενος την ευπιστία του Τιμόμαχου.
4) Αυτή τη σημασία έχει ο τύπος κατεκεκύβευτο του αρχαίου αποσπάσματος· ανήκει στο σύνθετο ρήμα κατα-κυβεύω, το δεύτερο συνθετικό του οποίου, το ρήμα κυβεύω, παράγεται από το ουσιαστικό κύβος (ὁ) = το ζάρι, και σημαίνει παίζω τους κύβους, τα ζάρια. Οι κύβοι ήταν ίδιοι με τα δικά μας ζάρια αλλά μεγαλύτεροι, φτιαγμένοι από κόκαλο, ξύλο ή πηλό και είχαν σημάδια και στις έξι έδρες τους, από ένα έως έξι. Η καλύτερη ρίψη ήταν να φέρεις τρεις εξάδες, η χειρότερη τρεις άσσους. Ο τόπος που έπαιζαν ζάρια λεγόταν κυβεῖον, κοινώς η μπαρμπουτιέρα. Μεταγενέστερος ρηματικός τύπος είναι το διακυβεύω με την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική διαχρονική ώς τις μέρες μας σημασία του διακινδυνεύω.
5) Εννοείται ο Τίμαρχος.
6) Δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο φαινόμενο να εξανεμίζονται κληρονομημένες περιουσίες από ασωτίες· τα ζάρια, τα μεθύσια, οι κοκορομαχίες, οι γυναίκες, τα αγόρια κ. ά. ήταν υπεύθυνα για απώλειες περιουσιών.