Η φράση αυτή, που σημαίνει «κάτω από τη μασχάλη», είναι μία από τις πολλές παγιωμένες φράσεις της αρχαίας γλωσσικής παράδοσης.
Η λέξη μάλη (ἡ ) είναι συγκεκομμένος τύπος του ουσιαστικού μασχάλη και ήδη στους αρχαίους χρόνους απαντά μόνο στην εν λόγω φράση ὑπὸ μάλης.
Κατ’ αρχάς η λέξη μασχάλη. Είναι άγνωστης ετυμολογίας, και θα τη δούμε σε έναν στίχο από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη. Για την κωμωδία αυτή μιλήσαμε σε παλαιότερο κείμενό μας:1 η Πραξαγόρα περιμένει ξημερώματα τις γυναίκες της Αθήνας για να βάλουν σε εφαρμογή ένα παράτολμο σχέδιο· μεταμφιεσμένες σε άντρες, να παραστούν στη συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου και να προκαλέσουν ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο θα παραχωρηθεί η κυβέρνηση στις γυναίκες, αφού οι άντρες έχουν αποδειχθεί ανίκανοι στη διακυβέρνηση της πολιτείας. ΄Ερχονται λοιπόν οι γυναίκες κρατώντας αντρικά ρούχα και παπούτσια, ραβδιά και ψεύτικα γένια. ΄Όταν η Πραξαγόρα τις ρωτά αν προετοιμάστηκαν κατάλληλα για τον αντρικό τους ρόλο, όπως είχαν αποφασίσει, μια γυναίκα της απαντά:
Ἔγωγε. Πρῶτον μέν γ’ ἔχω τὰς μασχάλας
λόχμης δασυτέρας, καθάπερ ἦν ξυγκείμενον·
Σε μετάφραση
Εγώ, αμέ!. Πρώτα πρώτα να είσαι σίγουρη πως έχω τρίχες στις μασχάλες
και από λόγγο πιο πυκνές, καταπώς ήτανε η συμφωνία.
Περνάμε στη φράση ὑπὸ μάλης, που την παρουσιάζουμε εδώ σε ένα απόσπασμα από τα Ἑλληνικὰ του Ξενοφώντα.
Ο Ξενοφών, ο περίφημος Αθηναίος ιστορικός, γεννήθηκε γύρω στα 430 π.Χ. Υπήρξε μαθητής του Σωκράτη, της φιλοσοφίας του οποίου αποτελεί τη δεύτερη μετά τον Πλάτωνα κύρια πηγή. Το 401 βρίσκεται στις Σάρδεις, όπου πήγε για να πάρει μέρος στην εκστρατεία του Κύρου του νεότερου, του δευτερότοκου γιου τού βασιλιά της Περσίας Δαρείου Β΄, εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη ( η γνωστή ως Κύρου Ἀνάβασις ). Μετά τον θάνατο του Κύρου στο πεδίο της μάχης και τον φόνο των στρατηγών τους, οι ΄Ελληνες μισθοφόροι εξέλεξαν στρατηγό τον Ξενοφώντα, ο οποίος ύστερα από πολλές περιπέτειες κατόρθωσε να τους οδηγήσει στην Τραπεζούντα και τελικά στο Βυζάντιο ( η περίφημη «Κάθοδος των Μυρίων»). Το 396 συνάντησε τον Αγησίλαο, τον βασιλιά της Σπάρτης, έγινε στενός του φίλος και στη μάχη της Κορώνειας πολέμησε στο πλευρό των Σπαρτιατών κατά των Θηβαίων και των συμμάχων τους Αθηναίων. Κατηγορήθηκε για φιλολακωνισμό, αλλά και λόγω της συμμετοχής του στην εκστρατεία του Κύρου οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν σε εξορία και δήμευση της περιουσίας του. Οι Σπαρτιάτες τον αποζημίωσαν παραχωρώντας του ένα κτήμα στην Ηλεία, όπου έμεινε με την οικογένειά του ώς το 370 π. Χ., χρονιά που οι Ηλείοι ξαναπήραν το χωριό όπου ζούσε. Αναγκάστηκε τότε να καταφύγει στην Κόρινθο, όπου εγκαταστάθηκε και έζησε ώς τον θάνατό του, το 355 π. Χ. Παρόλο που το 369 είχε συμφιλιωθεί με τους συμπατριώτες του, οι οποίοι και ανακάλεσαν το διάταγμα της εξορίας του, φαίνεται πως δεν γύρισε ποτέ στην πατρίδα του.
Ο Ξενοφών ως ιστορικός υπολείπεται της βαθύνοιας και της τέχνης του Θουκυδίδη, αλλά υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας με πλούσιο λογοτεχνικό ταλέντο. Διασώθηκαν πολλά έργα του με ποικίλο περιεχόμενο, ιστορικά, φιλοσοφικά, πολιτικά, διδακτικού περιεχομένου (η Κύρου Παιδεία, η Ἀπολογία Σωκράτους, τα Ἀπομνημονεύματα, το Συμπόσιον, τα δύο συγγράμματα που αναφέραμε παραπάνω κ. ά.).
Στα Ἑλληνικά του, το κύριο ιστορικό έργο του, ο Ξενοφών συνεχίζοντας το έργο του Θουκυδίδη διηγείται την ελληνική ιστορία από το 411 έως το 362 π. Χ. (μάχη Μαντίνειας). Τη φράση ὑπὸ μάλης τη συναντούμε στο κεφάλαιο το σχετικό με τους Τριάκοντα Τυράννους και ειδικότερα στην ενότητα όπου ιστορείται ο θάνατος του Θηραμένους.2
Ο ιστορικός ξεκινάει τη διήγηση των δραματικών γεγονότων στη Βουλή λέγοντας ότι οι Τριάκοντα, επειδή θεώρησαν πως ο Θηραμένης ήταν εμπόδιο στο να κάνουν ό, τι ήθελαν, τον διέβαλαν στους βουλευτές ότι καταστρέφει την πολιτεία. Και συνεχίζει:
Καὶ παραγγείλαντες νεανίσκοις οἳ ἐδόκουν αὐτοῖς θρασύτατοι εἶναι
ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας παραγενέσθαι, συνέλεξαν τὴν βουλήν.
Σε μετάφραση
Και αφού έδωσαν διαταγή σε κάποια παλληκαράκια, που τους φαίνονταν
πως είχαν περισσή θρασύτητα, να έρθουν για υποστήριξη
έχοντας υπό μάλης σπαθάκια, συγκάλεσαν τη βουλή.
1) Βλ. το άρθρο μας με θέμα τα ρήματα ἐπανθέω-ἐξανθέω (10-6-2019).
2) Θηραμένης: Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Μετριοπαθής ολιγαρχικός, συμμετείχε στην τυραννία των Τριάκοντα που επιβλήθηκε από τον Σπαρτιάτη Λύσανδρο όταν κατέλαβε την Αθήνα (404 π. Χ.) μετά την ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες, ήττα με την οποία έληξε και ο μακροχρόνιος εμφύλιος Πελοποννησιακός πόλεμος. Οι Τριάκοντα κυβέρνησαν με μεγάλη αγριότητα και διέπραξαν πρωτοφανείς βιαιότητες. Πρώτος τη τάξει και ο πιο σκληρός απ’ όλους ήταν ο Κριτίας (βλ. και κείμενό μας με θέμα τη φράση «Λύνεται η γλώσσα», 17-4-2018 ), προς τον οποίο ο Θηραμένης δεν άργησε να έρθει σε αντιπαράθεση επικρίνοντας την τρομοκρατική πολιτική του. Επέσυρε έτσι το μίσος του Κριτία, ο οποίος φοβούμενος τυχόν ανατροπή του καθεστώτος, συγκάλεσε ειδική συνεδρίαση της Βουλής (επί των Τριάκοντα τα 500 μέλη της δεν ήταν, φυσικά, εκλεγμένα αλλά διορισμένα από αυτούς) για να δικάσει τον Θηραμένη και να πετύχει τη θανατική καταδίκη του. Παρά τη σθεναρή στάση του τελευταίου στη Βουλή και την εξαιρετική εντύπωση που έκαναν οι λόγοι του, ο Κριτίας και οι δικοί του τον καταδίκασαν σε θάνατο, τα εκτελεστικά τους όργανα τον απόσπασαν βίαια, τον οδήγησαν στο δεσμωτήριο και τον υποχρέωσαν να πιει το κώνειο.
Ο Θηραμένης αποκλήθηκε «κόθορνος» λόγω των μεταστροφών του από τη μια πολιτική μερίδα στην άλλη. Οι κόθορνος ήταν πολύ ψηλό υπόδημα που κάλυπτε όλο το πόδι και έφθανε μέχρι σχεδόν το γόνατο, δενόταν στο μπροστινό μέρος και είχε πολύ παχιά πέλματα. Τους κοθόρνους τους φορούσαν οι υποκριτές της τραγωδίας, οσάκις υποκρίνονταν ηρωικά πρόσωπα, για να φαίνονται ψηλοί και μεγαλοπρεπείς στο ανάστημα. Επειδή δε αυτά τα υποδήματα μπορούσε να τα φορέσει κανείς εξίσου και στο αριστερό και στο δεξί πόδι, ο κόθορνος κατέληξε να χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που προσαρμόζεται σε κάθε περίσταση, τον χωρίς χαρακτήρα και σταθερές αρχές· εξού και η παροιμία εὐμεταβολώτερος κοθόρνου.
Τα υποδήματα κόθορνοι δεν επιβίωσαν ώς τις μέρες μας – αντίθετα με τους πολιτικούς κοθόρνους, είδος που οι αιώνες κάθε άλλο παρά το εξαφάνισαν, καθώς ευδοκιμεί εν αφθονία.