Ένα ποιητικότατο επίθετο της αρχαίας ελληνικής, το οποίο μάλιστα απαντά για πρώτη φορά ήδη στον ΄Ομηρο, είναι το ὑψίκομος-ον και –ος-η-ον. Έχει σχηματιστεί από το επίρρημα ὕψι, που σημαίνει ψηλά, και το ουσιαστικό κόμη (βλ. ανάλογους σχηματισμούς, όπως ὑψιπετής, ὑψιπέτης, υψίπεδο, από το αρχαίο επίθετο ὑψίπεδος, υψικάμηνος), και προσδιορίζει μεταφορικά την ιδιότητα κάποιων δέντρων να έχουν ψηλά την κόμη τους, δηλαδή το φύλλωμά τους, όπως ο έλατος, η βαλανιδιά, ο φοίνικας.
Αυτή τη λέξη θα τη δούμε εδώ σε ένα απόσπασμα από το δεύτερο μεγάλο ομηρικό έπος, την Ὀδύσσεια. Πιο συγκεκριμένα, το συναντούμε στη ραψωδία ι, στην οποία ο Οδυσσέας εξιστορεί στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Φαιάκων, τις περιπέτειές του, από τη στιγμή που ξεκίνησε το ταξίδι του γυρισμού του στην Ελλάδα ‒ στη Σχερία, τη χώρα των Φαιάκων, έχει φτάσει θαλασσόδαρτος και με τη βοήθεια της βασιλοκόρης, της Ναυσικάς, έχει οδηγηθεί στο παλάτι, όπου και φιλοξενείται.
Αφηγείται λοιπόν ο ήρωας πως, αφού άφησε με τα καράβια του την Τροία, ο άνεμος τα έσπρωξε κατά τον βοριά και τα έφερε στη Θράκη, όπου αυτός και οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να πολεμήσουν με τον λαό των Κικόνων· πως, αφήνοντας πίσω εβδομήντα νεκρούς, πάλι οι άνεμοι τους παρέσυραν σε άγνωστες θάλασσες και οδηγήθηκαν στη χώρα των Λωτοφάγων· και πως, στη συνέχεια, ταξιδεύοντας χωρίς να ξέρουν για πού τραβούν, ξέπεσαν στη γη των Κυκλώπων, όπου φτάνοντας, αγκυροβόλησαν σε ένα νησάκι έρημο, που βρισκόταν μπροστά στο απάνεμο λιμάνι τους. Το μεθεπόμενο πρωί, ο ίδιος ο Οδυσσέας με ένα μόνο πλοίο, το δικό του, και με τους συντρόφους που το επάνδρωναν κατευθύνθηκε στον τόπο που έβλεπαν να ανοίγεται απέναντί τους. Σε λίγο αντίκρισαν κοντά στη θάλασσα μια απόμερη σπηλιά ― αυτή του Πολύφημου. Ήταν, λέει, ψηλή, βαθύσκιωτη από δάφνες, και εκεί υπήρχαν πολλά κοπάδια γιδοπρόβατα που στάλιζαν· ‒ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
περὶ δ’ αὐλὴ
ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισιν
μακρῇσίν τε πίττυσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.
Σε μετάφραση
κι ολόγυρα,
αυλή είχε φτιαχτεί ψηλή με πέτρες μες στη γη βαθιά χωμένες
και με μεγάλα πεύκα και με βαλανιδιές που αψηλά τη φουντωτή τους κόμη έχουν.
Εκεί, συνεχίζει ο Οδυσσέας, κατοικούσε ένας άντρας θεόρατος, ένα τέρας πελώριο, που «δεν έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά με δασωμένη κορυφή ψηλών βουνών, που μόνο αυτή φαίνεται πάνω απ’ όλες». Μ’ ετούτη την περίτεχνη παρομοίωση ο ποιητής δίνει την εικόνα του γίγαντα Κύκλωπα.
Και είναι όλη αυτή η περιγραφή που έρχεται στον νου μου, κάθε φορά που αντικρίζω στην κεντρική είσοδο του Εθνικού Κήπου τη δενδροστοιχία με τις περίφημες αιωνόβιες Ουασινγκτόνιες, που φύτεψε η βασίλισσα Αμαλία το 1842.
Πανύψηλες, ὑψίκομες και αυτές, εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη της καρδιάς του αθηναϊκού πρασίνου ξεχωρίζοντας επιβλητικά.