Με γκι(υ) και ου στολίζουμε αυτές τις εορταστικές ημέρες τα σπίτια μας, έθιμο που μεταφέρθηκε στην πατρίδα μας από τη Δύση.
Ποια όμως είναι αυτά τα δύο φυτά που τα γνωρίζουμε με την ξένη, τη γαλλική ονομασία τους, gui και houx;
Και πρώτα το γκι(υ), στα ελληνικά ιξός. Ο ἰξὸς (Viscum album) είναι παρασιτικό φυτό με παχιά σαρκώδη φυλλαράκια και μικρούς λευκούς σφαιρικούς και γυαλιστερούς καρπούς. Φύεται επάνω σε άλλα δέντρα, κυρίως στα έλατα αλλά και στις δρυς, στις μηλιές κ.λπ. Στους αρχαίους και τους παλαιότερους χρόνους, με την κολλώδη ουσία του καρπού του που την ανακάτευαν με μέλι ή λάδι παρασκεύαζαν κόλλα και με αυτήν άλειφαν κλαδιά δέντρων και κατασκεύαζαν τις λεγόμενες (ι)ξόβεργες (← ιξός + βέργα), με τις οποίες θήρευαν τα πουλιά.
Σε μία από τις αγροτικές επιστολές του Αλκίφρονα, για τον οποίο έχουμε μιλήσει και σε άλλα κείμενά μας, ο αποστολέας Αμπελίων γράφει στον Εύεργο: έπεσε βαρύς χειμώνας και τα πάντα σκεπάστηκαν από χιόνι∙ καθόμαστε γιατί δεν έχουμε δουλειά∙ άνοιξα την πορτούλα της καλύβας και βλέπω μαζί με το χιόνι που έπεφτε, ολόκληρο πλήθος από όρνια να πετάνε και κοτσύφια και τσίχλες και
εὐθέως οὖν ἀπὸ τῆς λεκάνης ἀνασπάσας ἰξὸν ἐπαλείφω
τῶν ἀχράδων τοὺς κλάδους, […]
Σε μετάφραση
αμέσως βγάζω ιξό απ’ τη λεκάνη, αλείφω τα κλαδιά απ’ τις αγριαπιδιές,
και συνεχίζει: και σε λίγο ήρθαν και στάθηκαν πάνω τους σύννεφο τα σπουργιτάκια και τότε όλα κρέμονταν απ’ τα κλαριά∙ θέαμα ευχάριστο, έτσι που ήταν με κολλημένα τα φτερά και πιασμένα απ’ το κεφάλι και τα πόδια.
Και ένας μύθος του Αισώπου λέει πως η σοφή κουκουβάγια, όταν πρωτοφύτρωσε η βελανιδιά, συμβούλευε τα πουλιά να μην την αφήσουν να αναπτυχθεί, αλλά να την καταστρέψουν με κάθε τρόπο∙ γιατί απ’ αυτήν θα βγει ένα ακατανίκητο βοτάνι, ο ιξός, που μ’ αυτό θα πιάνονται.
Ο ιξός έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Σε ορισμένα μέρη χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα κατά της αρτηριακής υπέρτασης ή ως κατάπλασμα για τους αρθριτικούς πόνους.
Το ου ( Ilex aquifolium, ίλεξ ο οξύφυλλος ), γνωστό και αυτό από την αρχαιότητα, το αρκουδοπούρναρο ή λιόπρινο ή λιόπουρνο της κοινής ελληνικής, είναι δενδρύλλιο, είδος δρυός, που μπορεί να φτάσει και τα 20 μ. ύψος. ΄Εχει φύλλα καταπράσινα δερματώδη λαμπερά και αγκαθωτά στην περίμετρό τους, και οι καρποί είναι σφαιρικοί ζωηρού κόκκινου χρώματος.
Στο σημείο αυτό, η αναφορά μας σε βαλανιδιά και κόκκινο χρώμα μάς δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για τη λέξη «κόκκινος» και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ετυμολογική του σχέση με ένα άλλο είδος δρυός, την Δρυν την κοκκοφόρο (Quercus coccifera), την πρῖνον της αρχαίας ελληνικής, κοινώς πουρνάρι.
Το κόκκινο, ένα από τα πιο περιζήτητα χρώματα, οι αρχαίοι το έβγαζαν από τις ρίζες διαφόρων φυτών και από το μαλάκιο, την πορφύρα, από τη βαθυκόκκινη ουσία του που έδινε το πορφυρό χρώμα. Το έπαιρναν όμως και από το θηλυκό ενός ημίπτερου εντόμου, που σχηματίζει κόκκινα εξογκώματα (κηκίδια) πάνω σε φύλλα πουρναριού. Το έντομο αυτό λέγεται Κόκκος ο βαφικός, και από αυτόν προέρχεται η λέξη «κόκκινος» ( κόκκος = ο ελάχιστου μεγέθους καρπός, όπως του ροδιού, του πεύκου κ.λπ., το σπυρί, το κουκούτσι). Συγκεκριμένα, το έντομο προσβάλλει τα φύλλα της βελανιδιάς, πάνω στα οποία κάνει ένα μικρό εξοίδημα σαν κόκκινη φούσκα, μέσα στο οποίο εναποθέτει περίπου 2.000 αυγά και μια χρωστική ουσία. Από την αρχαιότητα συγκέντρωναν τους κόκκους, πριν εκκολαφθούν τα αυγά, τους ξέραιναν, και οι κόκκοι αποκτούσαν ένα κόκκινο βαθύ προς το πορφυρό.
Για τους αρχαίους συγγραφείς δεν είναι σαφές ότι πρόκειται για παράσιτο και μάλλον θεωρείται κάτι σαν καρπός πρίνου, όπως γράφει ο Θεόφραστος:
[…] ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον […]
δηλ. το πουρνάρι παράγει τον κόκκινο κόκκο.
Στον Θησέα του Πλουτάρχου συναντούμε τη μαρτυρία του Σιμωνίδη του Κείου ότι το πανί του πλοίου που έδωσε στον Θησέα ο πατέρας του, ο Αιγέας, πριν ξεκινήσει το ταξίδι του για την Κρήτη, και με το οποίο θα ανήγγελλε επιστρέφοντας τη σωτηρία του, δεν ήταν λευκό, αλλά « βαθυκόκκινο, βαμμένο στον υγρό ανθό του ἐριθαλοῦς πρίνου», του φουντωμένου πουρναριού. |
Αργότερα, στους μεσαιωνικούς χρόνους, με αυτό το χρώμα που ήταν γνωστό ως «κρεμέζι» (από την αραβική ονομασία του εντόμου κιρμίζ ή κερμέζ∙ άλλως πρινοκόκκιον, πρινοκούκκι) έβαφαν εκτός από μαλλί και δέρματα και υφάσματα από μετάξι – μάλιστα στην ευρύτερη περιοχή του Μυστρά διετίθετο ακατέργαστο μετάξι και η εν λόγω χρωστική ουσία, που ήταν από τις καλύτερες και ακριβότερες.
Συνεπώς: το φυτό με τους λευκούς καρπούς είναι το γκι, με τους κόκκινους το ου.