Στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Όμως δεν πρέπει να είναι αυτή η γενέθλια ημέρα του Χριστού, καθώς οι διάφορες πρωτοχριστιανικές εκκλησίες τη γιόρταζαν σε διαφορετικές ημερομηνίες ( 25 Μαρτίου, 20 Απριλίου, 20 Μαΐου κ. ά.). Ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου ξεκίνησε στη Ρώμη από τους πρώτους Χριστιανούς που τελούσαν τις θρησκευτικές εορτές τους κρυφά στις κατακόμβες. Η επιλογή αυτής της ημέρας οφείλεται, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στο γεγονός ότι την 25η Δεκεμβρίου, ημέρα που συνέβαινε το χειμερινό ηλιοστάσιο, εορταζόταν σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία η γέννηση του ηλιακού θεού Μίθρα των Περσών, του «αήττητου ηλίου» (Dies Natalis Invicti Solis) ‒ η μυστηριακή του λατρεία εισήχθη στην Ιταλία τον 1ο αι. μ. Χ. όπου και άνθησε τους επόμενους αιώνες. Επίσημα καθιέρωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας την 25η Δεκεμβρίου ως συμβολική ημερομηνία της Γέννησης του Χριστού περίπου στα μισά του 4ου αι. μ. Χ., θέλοντας να μετατρέψουν τις εορτές των εθνικών σε χριστιανικές. Έτσι, ο Χριστός λατρεύτηκε ως Ήλιος που φέρνει το φως στον κόσμο.
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν
ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως·
ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες
ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο σὲ προσκυνεῖν
τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης […]
ψάλλεται στο απολυτίκιο των Χριστουγέννων.
Για την ιστορικότητα του Ιησού μαρτυρούν εκτός από τη σημαντικότερη πηγή, την Καινή Διαθήκη, οι Ρωμαίοι ιστορικοί Σουετώνιος (70-130 μ. Χ.), Τάκιτος ( 55-120 μ.Χ. ) και ο Ιουδαίος ιστοριογράφος Φλάβιος Ιώσηπος (37/38- περ. 95 μ. Χ.), ο οποίος γράφει στο πολυθρύλητο χωρίο ( πολλοί πιστεύουν πως είναι υστερότερη προσθήκη):
Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς, σοφὸς ἀνήρ,
εἴ γε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή. Ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής,
διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τ’ ἀληθῆ δεχομένων.
Καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ
ἐπηγάγετο. Ὁ Χριστὸς οὗτος ἦν. […] ⃰
Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν βέβαια πρέπει να τον λέει κανείς άνθρωπο. Γιατί έκανε θαυμαστά έργα και ήταν δάσκαλος ανθρώπων που δέχονταν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Και παρέσυρε και πολλούς Ιουδαίους και πολλούς εθνικούς. Αυτός ήταν ο Χριστός. […]
Χριστός: ομόρριζο του ρήματος χρίω= αλείφω με μύρο ή έλαιο. Στην αρχαία ελληνική ως επίθετο, χριστός-ή-όν, δήλωνε ό,τι χρησίμευε για επάλειψη, αλοιφή ή μύρο· π.χ. χριστὸν φάρμακον, δηλ. αλειφόμενο βότανο. Μεταγενέστερα, ως εκκλησιαστικός όρος σημαίνει τον χρισμένο από τον Θεό Σωτήρα, το όνομα του Θεανθρώπου ιδρυτή της Χριστιανικής θρησκείας. Είναι μετάφραση του εβραϊκού Μασιάχ= Μεσσίας, χαρακτηρισμός ο οποίος διδόταν στον βασιλέα και αρχιερέα του Ισραήλ που είχε λάβει το χρίσμα, το άγιο μύρο, και ως εκ τούτου την επίσημη αναγόρευση στο αξίωμά του· κατ’ εξοχήν όμως αναφερόταν στο πρόσωπο που περίμεναν οι Εβραίοι ως σωτήρα και ελευθερωτή τους.
Ἰησοῦς: εβραϊκή λέξη, το όνομα που δόθηκε από τον Θεό στον μέλλοντα να γεννηθεί Χριστό ( Ματθ. α΄ 21 και Λουκ. α΄ 31 ) και σημαίνει « ο Κύριος σώζει».
Ἥλιος (ἅλιος). Κατά τον καθηγητή Χρ. Ντούμα η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό ἃλς = θάλασσα, από την οποία βλέπουν οι νησιώτες του Αιγαίου και οι κάτοικοι των ανατολικών ακτών της ελληνικής χερσονήσου τον ήλιο να αναδύεται.
Ἠέλιόν τ’ ἀκάμαντ’ ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
τον ακάματο ΄Ηλιο όμοιο με τους αθάνατους θεούς, ψάλλει ένας Ομηρικός ΄Υμνος.
Ἀστήρ-έρος →ἄστρον, αστέρας, αστέρι.
οἷος δ’ ἐκ νεφέων ἀναφαίνεται οὔλιος ἀστὴρ παμφαίνων,
όπως μέσ’ από τα σύννεφα αστέρι κακοσήμαδο ολόφωτο προβάλλει∙ έτσι παρομοιάζει ο Όμηρος στη ραψωδία Λ της Ιλιάδας τον Έκτορα να ξεπροβάλλει μέσα από τα στρατιωτικά τμήματα των Τρώων, ενόσω τα επιθεωρεί.
Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι,
Ἄγγελος= ο αγγελιοφόρος γενικώς, αλλά ήδη και στην αρχαία ελληνική ως απεσταλμένος Θεού. (Παράγωγά του: ἀγγέλλω, ἄγγελμα, ἐπ-άγγελμα, παρ-άγγελμα, εἰσ-αγγελεὺς κ. ά.)
Διὸς δε τοι ἄγγελός εἰμι,
λέει στη ραψωδία Β της Ιλιάδας ο ΄Ονειρος, η προσωποποίηση του ονείρου, στον κοιμισμένο Αγαμέμνονα, στου οποίου τον ύπνο εμφανίστηκε με τη μορφή του Νέστορα.
Ποιμήν -ένος= ποιμένας, βοσκός συνήθως προβάτων. Η λέξη απαντά ήδη στη Γραμμική Β των Μυκηναϊκών χρόνων με τον τύπο po–me. Παράγωγά του: ποιμαίνω, ποίμνη, ποίμνιον.
Ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι καὶ ποιμένες,
μαζευτήκαμε αγελαδάρηδες και βοσκοί, διαβάζουμε στις Βάκχες του Ευριπίδη.
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι·
Μάγος: η λέξη είναι περσική και σήμαινε τον ιερέα ‒ στην Περσία η φυλή των Μάγων είχε ειδικευθεί στα ιερατικά, και οι Μάγοι θεωρούνταν σοφοί, επειδή ασχολούνταν με την αστρονομία, την αστρολογία, την ονειροκριτική και άλλες απόκρυφες τέχνες. Ο Ηρόδοτος διηγείται πως, όταν ο Ξέρξης ξεκίνησε από τις Σάρδεις την εκστρατεία κατά της Ελλάδας, συνέβη έκλειψη ηλίου που προκάλεσε την ταραχή του και τότε
εἴρετο τοὺς μάγους τὸ θέλοι προφαίνειν τὸ φάσμα.
Ρώτησε τους μάγους σαν τι να ’θελε να προσημάνει το φαινόμενο.
Φάτνη= παχνί ( φάτνη→ μεσαιωνικός τύπος πάθνη→ παθνίον → παχνί ).
ὁ ἡνίοχος πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας
ο ηνίοχος οδήγησε τα άλογα στο παχνί, γράφει ο Πλάτων στον Φαίδρο.
Κάλαντα ← καλάνδαι /καλένδαι ← λατινικό calendae (dies). Την τελευταία ονομασία έδιναν οι Ρωμαίοι στις πέντε ή επτά πρώτες μέρες του μήνα. Οι καλένδες ήταν άγνωστες στο ελληνικό ημερολόγιο ‒ αντιστοιχούσαν στην ελληνική νουμηνία (αρχή του νέου μήνα) ‒ εξού η φράση « στις ελληνικές καλένδες », που λέγεται για ζήτημα το οποίο αναβάλλεται διαρκώς, χωρίς την προοπτική πραγματοποίησής του. Οι ρωμαϊκές καλένδες εορτάζονταν με λαϊκές εκδηλώσεις, κυρίως οι του Ιανουαρίου, καθώς από το 153 π. Χ. καθιερώθηκε στην αρχαία Ρώμη ο Ιανουάριος ως πρώτος μήνας του χρόνου ‒ στο Βυζάντιο θεσπίστηκε το 1000 μ. Χ. Μεταξύ των άλλων εκδηλώσεων, παιδιά περιέρχονταν τα σπίτια συγγενών και φίλων για να ευχηθούν, και έτσι γεννήθηκαν τα κάλαντα.