(αφιερωμένο στην ΄Εφη)
Ψυχοτακής -ές : ένα επίθετο της αρχαίας Ελληνικής που μας γοητεύει με την εκπληκτική λειτουργική του δύναμη. Είναι σύνθετο, με πρώτο συνθετικό το ουσιαστικό ψυχὴ και δεύτερο, το θέμα τακ-, που σχηματίστηκε από μετάπτωση του θέματος τηκ- του ρήματος τήκω1= λιώνω. Δηλώνει «αυτόν που λιώνει την ψυχή», και το συναντούμε σε δύο επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Στο ένα συνοδεύει το ουσιαστικό δάκρυα ( ψυχοτακῆ δάκρυα ), και στο άλλο, του επιγραμματοποιού Διοσκορίδη το οποίο και παρουσιάζουμε εδώ, τη λέξη χείλη.
Σχετικά με τη λέξη ψυχή: παράγεται από το ρήμα ψύχω, που σημαίνει α) φυσώ, πνέω (στον΄Ομηρο) και β) κάνω κάτι ψυχρό, ψυχραίνω, δροσίζω. Η αρχική, συνεπώς, σημασία τού εν λόγω ουσιαστικού είναι πνοή του αέρα, ανάσα, ζωή· με τον καιρό, απέκτησε το ιδιαίτερο νόημά της,2 και διαμορφώθηκαν περί αυτής οι διάφορες αντιλήψεις και θεωρίες. Στα έργα τέχνης η ψυχή παριστάνεται ως ωραίο νεαρό κορίτσι με φτερά πεταλούδας ή ως πεταλούδα.3 Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι την πεταλούδα την αποκαλούσαν οι αρχαίοι ΄Ελληνες με το ίδιο όνομα, ψυχή.4
Ο Διοσκορίδης γεννήθηκε στη Νικόπολη της Αιγύπτου και έζησε τον 3ο αι. π. Χ., στα χρόνια του Πτολεμαίου Γ΄ του Ευεργέτη. ΄Εχουν σωθεί πολλά επιγράμματά του, κυρίως ερωτικά, αλλά και επιτύμβια, επιδεικτικά και σκωπτικά. Περίφημα ήταν τα επιγράμματα που είχε συνθέσει για ποιητές, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τη Σαπφώ, τον Ανακρέοντα κ. ά. Σε κάποια άλλα πάλι δείχνει μεγάλο θαυμασμό για τους αρχαίους Σπαρτιάτες και εκθειάζει τις αρετές τους, όπως στο χαρακτηριστικό επιτύμβιο VII, 229:
Στην Πιτάνη5 ήρθε ο Θρασύβουλος πάνω σ’ ασπίδα δίχως πνοή,
επτά πληγές έχοντας από τους Αργίτες λάβει
τον εαυτό του ολόκληρο προτάσσοντας αντίκρυ στους εχθρούς·
κι ο Τύννιχος ο γέροντας, ως έβαζε επάνω στην πυρά
το ματωμένο το παιδί του, είπε: «Ας κλαίνε οι δειλοί·
εγώ αδάκρυτος, παιδί μου, θα σε θάψω,
εσένα, το δικό μου το παιδί, μα και της Λακεδαίμονας».
Ας γυρίσουμε όμως στα υπέροχα χείλη, τα ψυχοτακῆ, και στο ερωτικό επίγραμμα V, 56:
Ἐκμαίνει χείλη με ροδόχροα, ποικιλόμυθα,
ψυχοτακῆ, σώματος νεκταρέου πρόθυρα,
καὶ γλῆναι λασίαισιν ὑπ’ ὀφρύσιν ἀστράπτουσαι,
σπλάγχνων ἡμετέρων δίκτυα καὶ παγίδες,
καὶ μαζοὶ γλαγόεντες, εὔζυγες, ἱμερόεντες,
εὐφυέες, πάσης τερπνότεροι κάλυκος.
Ἀλλὰ τι μηνύω κυσὶν ὀστέα; Μάρτυρές εἰσι
τῆς ἀθυροστομίης οἱ Μίδεω κάλαμοι.
Σε μετάφραση
Τα χείλια με τρελαίνουν τα ροδόχρωμα, τα χείλια τα χαριτολόγα
που την ψυχή τη λιώνουνε, τούτα τα πρόθυρα του στόματος
γλυκά ωσάν το νέκταρ, κι αυτά τα μάτια που αστράφτουνε
κάτω από τα πυκνά τα φρύδια και είναι δίχτυα και παγίδες
της καρδούλας μου, κι αυτά τα στήθη τ’ άσπρα σαν το γάλα,
τα όμορφα τα δίδυμα, ελκυστικά, καλοσχηματισμένα,
πιο θελκτικά απ’ οποιοδήποτε μπουμπούκι ανθού.
Όμως γιατί σε σκύλους δείχνω κόκαλα;6
Μάρτυρες του στόματος που λέει πολλά
είναι του Μίδα7 τα καλάμια.