Το ρήμα ψωνίζω προέρχεται από το μεσαιωνικό ὀψωνίζω, και αυτό από το αρχαίο ὀψωνέω-ῶ (← ὄψον = τροφή + ὠνοῦμαι = αγοράζω ), το οποίο σημαίνει αγοράζω τρόφιμα και ιδίως ψάρια και το οποίο παρουσιάζουμε εδώ σε ένα απόσπασμα από την Εἰρήνη του Αριστοφάνη. Ομόρριζο του ὀψωνῶ είναι το μεταγενέστερο ουσιαστικό ὀψώνιον (→ ψώνιο ), που δηλώνει τον μισθό τον παρεχόμενο σε στρατιώτες για να προμηθευτούν τα αναγκαία τρόφιμα.
Ο ποιητής δίδαξε την Εἰρήνη σε ένα διάλειμμα του Πελοποννησιακού πολέμου, την άνοιξη του 421 π. Χ., όταν υπογράφτηκε μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών η συνθήκη ειρήνης η γνωστή ως Νικίειος ειρήνη, που, ενώ συμφωνήθηκε να έχει ισχύ πενήντα χρόνων, αποδείχτηκε πρόσκαιρη, ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ και έληξε επίσημα μετά από επτά χρόνια. Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό έργο εμπνευσμένο από την πολυπόθητη ειρήνη που έδωσε το όνομά της και στον τίτλο του.
Κύριο πρόσωπο της κωμωδίας είναι ένας αμπελοκαλλιεργητής, ο Τρυγαίος, ο οποίος καβαλάει έναν πελώριο κοπροκάνθαρο και ανεβαίνει στον ουρανό για να ρωτήσει τον Δία τι σκοπό έχει σχετικά με τους ΄Ελληνες που υποφέρουν από τον πόλεμο. ΄Όμως οι θεοί βαρέθηκαν να τους βλέπουν να αλληλοσκοτώνονται, γι’ αυτό έφυγαν για πιο ψηλά μέρη αφήνοντας να κυβερνάει ο Πόλεμος, που κρατούσε την Ειρήνη φυλακισμένη σε μια σπηλιά. Ο Τρυγαίος μαζί με τον Χορό ‒ γεωργοί της Αττικής και μερικοί από άλλα μέρη της Ελλάδας ‒ θα βγάλει έξω την Ειρήνη, η οποία εμφανίζεται μαζί με την Οπώρα, τη θεά της καρποφορίας, και τη Θεωρία, τη θεά της γιορτής και του πανηγυριού, και όλοι μαζί θα επιστρέψουν στη γη. Το έργο τελειώνει με τον χαρούμενο γάμο του Τρυγαίου με την Οπώρα.
Σε μία σκηνή του δράματος, ο Τρυγαίος προσφέρει θυσία στην Ειρήνη και την παρακαλεί να λύσει την αμάχη των Ελλήνων, για να ξεχειλίσει η αγορά από όλα τα καλούδια· σκόρδα, αγγούρια, μήλα, πάπιες, χήνες κ. ά. Και συνεχίζει ‒ παραθέτουμε το απόσπασμα στο πρωτότυπο:
καὶ Κωπᾴδων ἐλθεῖν σπυρίδας,
καὶ περὶ ταύτας ἡμᾶς ἀθρόους
ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι
Μορύχῳ, Τελέᾳ, Γλαυκέτῃ, άλλοις
τένθαις πολλοῖς·
Σε μετάφραση
και νά ’ρθουνε κοφίνια με Κωπαΐδας (χέλια1),
και γύρω απ’ αυτά όλοι μαζί εμείς
ψωνίζοντας, μαλλιά κουβάρια με τον Μόρυχο,
με τον Τελέα, τον Γλαυκέτη,2 να γενούμε
και με πολλές φαγάνες άλλες
Ὄψον, όπως προαναφέραμε, λεγόταν η τροφή· ακριβέστερα, η στερεά τροφή που συνόδευε το ψωμί στο γεύμα, το προσφάι. Σιγά σιγά, όμως, η λέξη κατέληξε να σημαίνει ιχθύς, ψάρι, καθώς ήταν η τροφή που αγαπούσαν περισσότερο οι ΄Ελληνες και δη οι Αθηναίοι ‒ η ψαραγορά ήταν πάντα γεμάτη κόσμο που ζητούσε τα παραπάνω χέλια, σαρδέλες του Φαλήρου, τόνους, οστρακοειδή, σουπιές και καλαμάρια της Εύβοιας, καπνιστά και παστά ψάρια από την Προποντίδα. ΄Οσοι τρελαίνονταν για ψάρια λεγόντουσαν υποτιμητικά ὀψοφάγοι, ψαρομανείς, θα λέγαμε. Καθώς, δε, η τιμή του ψαριού σε γενικές γραμμές ήταν υψηλή στην Αθήνα, η υπερβολική κατανάλωση ψαριών δεν αποτελούσε για τον ὀψοφάγο μόνο μια ηδονιστική και τρυφηλή δραστηριότητα, αλλά και την αιτία, όχι σπάνια, της μεγάλης οικονομικής του αιμορραγίας.
Από το υποκοριστικό τού ὄψον ὀψάριον σχηματίστηκε ο τύπος ψάριν και από αυτόν η σημερινή λέξη «ψάρι». Για το ὀψάριον γράφει ο Μένανδρος σε ένα δίστιχο που διασώθηκε από μία χαμένη κωμωδία του:
ἐπιθυμιάσας τῷ Βορέᾳ λιβανίδιον
ὀψάριον οὐδὲν ἔλαβον· ἑψήσω φακῆν.
Σε μετάφραση
μόλο που στο Βορέα3 έστειλα θυμίαμα καίγοντας λίγο λιβανάκι,
δεν έπιασα κανένα ψάρι· θα βράσω το λοιπόν φακή.
1) Τα χέλια ( χέλι ← υποκοριστικό ἐγχέλειον τού ἔγχελυς) της λίμνης Κωπαΐδας ήταν ονομαστά και περιζήτητα ως εκλεκτά εδέσματα, γιατί ήταν μεγάλα και θαυμαστά για το πάχος τους. Συχνά τα μαγείρευαν με σέσκουλα. Επίσης, υπήρχαν και εκτροφείς χελιών, οι ἐγχελυοτρόφοι.
2) Τρεις περίφημοι Αθηναίοι καλοφαγάδες της εποχής.
3) Θεότητα, η προσωποποίηση του βόρειου ανέμου.