Όταν άνοιξαν την πόρτα κόκκινο χιόνι τριγύρω. Πάγος στο χρώμα της φράουλας. Είχαν μαζέψει τα παλτό των πεθαμένων. Δεκαπέντε χρόνια υπόγεια. Αυτοί που μείνανε λίγοι. Τους λέγανε όλους Μαρία και ξεχωρίζανε από το χρώμα των ματιών. Τα περισσότερα γαλάζια, απ’ τα γαλάζια κάποια ήταν τυφλά. Πρώτα βγήκαν τα παιδιά. Τρία στο σύνολο, κακοφτιαγμένα με μαλλιά μέχρι τα γόνατα. Έβγαζαν κάτι ήχους και γέμιζαν το στόμα τους χιόνι. Κόκκινα είχαν γίνει τα ούλα τους, τα μάγουλα, τα αφτιά. Πίσω τους οι τυφλοί κάθισαν στο χιόνι. Έστρεψαν το κεφάλι προς τα πάνω. Ο ουρανός, ένα χωράφι από φράουλες. Λίγοι μεσήλικες προχώρησαν γρήγορα λέγοντας ρήσεις Ευαγγελίου. Ήθελαν δυνατά να ακουστούν μέχρι το τέλος του ορίζοντα. Τα παιδιά έφαγαν και κοιμήθηκαν μέσα σε μια σπηλιά . Όταν ξύπνησαν το χιόνι είχε λιώσει και ένας κόσμος από κατσαρίδες, σκαθάρια και μυρμήγκια είχε φανερωθεί καινούριος. Οι τυφλοί στέκονταν ακίνητοι στην ίδια θέση κοιτώντας τον ουρανό. Οι μεσήλικες είχαν τρύπες στις κοιλιές τους. Τα παιδιά ακολούθησαν τα έντομα και βρήκαν ένα σπίτι γεμάτο υπολογιστές και τρόφιμα. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένας αναπτήρας. Άναψαν φωτιά και έκαψαν τα πτώματα των συντρόφων τους. Την επόμενη μέρα είδαν το βίντεο της καταστροφής του κόσμου. Δεκαπέντε χρόνια πριν. Ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε και πλάσματα με κόκκινο τρίχωμα τα πλησίασαν φιλικά.
Βιογραφικό: