ΑΛΓΗΔΩΝ
Όταν πονάει λ. χ. το κεφάλι μας ή η μέση μας, τότε λέμε ότι έχουμε κεφαλαλγία ή οσφυαλγία. Σ’ αυτές τις σύνθετες λέξεις ο πόνος δηλώνεται με το δεύτερο συνθετικό που είναι το ουσιαστικό ἂλγος. Υπάρχει όμως και μία άλλη, ωραιότατη λέξη της αρχαίας ελληνικής που σημαίνει και αυτή πόνο, σωματικό ή ψυχικό· πρόκειται για το ομόρριζο ουσιαστικό ἡ ἀλγηδών –όνος.
Εδώ παρουσιάζουμε αυτή τη λέξη ενταγμένη σε μία θαυμάσιας σύλληψης και
διατύπωσης φράση που αποδίδεται στον Μ. Αλέξανδρο και την οποία μας διασώζει στη βιογραφία του Μακεδόνα στρατηλάτη ο Πλούταρχος, ο μεγαλύτερος βιογράφος της αρχαιότητας.
Για τον Πλούταρχο γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας τον 1ο αι. μ. Χ. και πέθανε ανάμεσα στο 120 και 125 μ. Χ. Σπούδασε στην Αθήνα φιλοσοφία και ταξίδεψε σε διάφορα μέρη εντός και εκτός Ελλάδας, και προς τη Μ. Ασία και προς τη Δύση. Επισκέφτηκε πολλές φορές τη Ρώμη, όπου κέρδισε την εύνοια πολλών σπουδαίων Ρωμαίων, την εκτίμηση και τον θαυμασμό τους για την πολυμάθεια και τη φιλοσοφική του σκέψη, εξού και απέκτησε τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη. Ο Πλούταρχος υπήρξε άφθαστος ιστοριοδίφης και πολυγραφότατος συγγραφέας. Ιδιαίτερα φιλομαθής, προικισμένος με ισχυρή μνήμη και ερευνητική ικανότητα, κατόρθωσε να συγκεντρώσει, να ταξινομήσει και να επεξεργαστεί ένα τεράστιο σε όγκο και ποικιλία υλικό που αποτέλεσε τη βάση του συγγραφικού του έργου, καλύπτοντας κάθε είδους θέματα, φιλοσοφικά, ιστορικά, κοινωνικά, θρησκειολογικά, θέματα τέχνης κ. ά. ΄Ενας παλαιότερος κατάλογος των έργων του τα ανεβάζει σε 227, από τα οποία υπολογίζεται ότι τα δύο τρίτα έχουν χαθεί. Τα σωζόμενα συγγράμματά του διαιρούνται σε δύο μεγάλες ομάδες, τα Ἠθικά και τους Παράλληλους Βίους.
Οι Παράλληλοι Βίοι απαρτίζονται από πενήντα βιογραφίες ισάριθμων
σημαντικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας και της Ρώμης – του Σόλωνα, του Θεμιστοκλή, του Αλκιβιάδη, του Περικλή, του Αλέξανδρου, των Ρωμαίων Αιμίλιου Παύλου, Φάβιου Μάξιμου, Καίσαρα και πολλών άλλων. Βέβαια ο Πλούταρχος δεν ελέγχει κριτικά τις πηγές του και δεν ενδιαφέρεται για την απόλυτη ακρίβεια των πληροφοριών του, όπως είναι η υποχρέωση ενός ιστορικού, χρησιμοποιεί, δε, πολύ συχνά ανεκδοτολογικά περιστατικά, που όμως διανθίζουν τη διήγηση και καθιστούν τα πρόσωπα περισσότερο αληθινά και οικεία.
Ένα τέτοιου είδους επεισόδιο που παραδίδει για τον Αλέξανδρο είναι και το παρακάτω που περιέχει τη λέξη ἀλγηδόνα.
Μετά τη μάχη της Ισσού, που έληξε με την ήττα των Περσών, ο Δαρείος διέφυγε τη σύλληψη εγκαταλείποντας το στρατόπεδό του με όλο τον πλούτο και την περσική χλιδή στα χέρια του Αλέξανδρου. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και η μητέρα του, η γυναίκα του και οι δύο κόρες του – μάλιστα έμεινε παροιμιώδης η περιποίηση και οι τιμές με τις οποίες ο Αλέξανδρος περιέβαλε τις αιχμάλωτες του βασιλικού οίκου.
Οι Περσίδες ήταν πολύ όμορφες γυναίκες· βλέποντάς τες λοιπόν ο Αλέξανδρος να ξεχωρίζουν με το κάλλος και την κορμοστασιά τους, είπε χαριτολογώντας τη φράση που αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, τον πιο σύντομο και απόλυτο ύμνο στην ομορφιά. Είπε, όπως γράφει ο Πλούταρχος,
ὡς εἰσὶν ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες.
Σε μετάφραση
ότι οι Περσίδες είναι πόνοι στα μάτια!
Φράση μεθυστικής δύναμης, με τη στίλβουσα σάρκα της λέξης ἀλγηδών να κυριαρχεί.
———————————————————————————————–
ΦΕΛΛΟΣ
Η μοναδική αρχαία τριλογία που σώθηκε ακέραια ώς τις μέρες μας είναι η Ὀρέστεια του Αισχύλου. Αποτελείται από τις τραγωδίες Ἀγαμέμνων, Χοηφόροι και Εὐμενίδες και θεωρείται ως το σπουδαιότερο δημιούργημα των ελληνικών γραμμάτων μετά τα Ομηρικά έπη. Η πρώτη τραγωδία έχει ως θέμα τον φόνο του Αγαμέμνονα από τη γυναίκα του, την Κλυταιμνήστρα, μετά την επιστροφή του από την Τροία. Η δεύτερη πραγματεύεται την εκδίκηση που παίρνει για τη δολοφονία του Αγαμέμνονα ο γιος του, ο Ορέστης, σκοτώνοντας τη μητέρα του και τον εραστή της, τον Αίγισθο. Αυτή την τραγωδία επιλέξαμε για να παρουσιάσουμε τη λέξη φελλός, την οποία ο μεγάλος Τραγικός χρησιμοποιεί σε μια λαμπρή παρομοίωση που εντυπωσιάζει με την έξοχη παραστατικότητά της.
Φελλός ήταν η ονομασία ενός είδους βελανιδιάς, της Δρυός της φελλοφόρου, καθώς επίσης – όπως και σήμερα – τόσο της σπογγώδους ύλης του φλοιού της όσο και των αντικειμένων που κατασκευάζονται από αυτήν (λ. χ. το πώμα φιάλης και το τεμάχιο του φελλού που κρατά το δίχτυ ή το αγκίστρι σε ορισμένο ύψος από τον πυθμένα της θάλασσας, της λίμνης, του ποταμού).
Σύμφωνα με την υπόθεση του δράματος, ο Ορέστης, μαζί με τον εξάδελφο και φίλο του, τον Πυλάδη, επιστρέφει στην πατρική του γη από τη Φωκίδα, όπου τον είχαν στείλει μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, με τη φρικτή εντολή του Απόλλωνα να σκοτώσει τη μητέρα του, εφαρμόζοντας έναν παμπάλαιο άγραφο νόμο που απαιτούσε ο φονιάς να πληρώσει με το αίμα του το αίμα που έχυσε. Παρουσιάζεται στην αδελφή του, την Ηλέκτρα, η οποία, συνοδευόμενη από σκλάβες του παλατιού, έρχεται στον τάφο του πατέρα της για να προσφέρει χοές. Γίνεται η αναγνώριση των δύο αδελφών, και στην πιο ποιητική σκηνή του δράματος, ο Ορέστης, η Ηλέκτρα και οι γυναίκες του Χορού (οι χοηφόροι του τίτλου) θρηνούν διαδοχικά πάνω από τον τάφο και συγχρόνως παρακαλούν την ψυχή του νεκρού να έρθει για να βοηθήσει τον Ορέστη τη στιγμή της φονικής πράξης – πόνος, μίσος, αγωνία εναλλάσσονται με γοργό ρυθμό και τυλίγουν τον θεατή σε μια ερεβώδη ατμόσφαιρα υψηλής δραματικής τέχνης.
Σε κάποια στιγμή λοιπόν του άγριου θρήνου, η Ηλέκτρα ζητάει από τον νεκρό πατέρα τους τη βοήθειά του και για έναν επιπρόσθετο λόγο, για να σωθούν τα παιδιά του και να μη χαθεί το σπέρμα της γενιάς τους, αφού έτσι θα είναι ο μόνος τρόπος να κρατηθεί ζωντανή η θύμησή του· και ο Ορέστης, ολοκληρώνοντας τη σκέψη της, προσθέτει – παραθέτουμε τα λόγια του στο πρωτότυπο:
Παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνος σωτήριοι
θανόντι· φελλοὶ δ’ ὣς ἄγουσι δίκτυον,
τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σῴζοντες λίνου·
Σε μετάφραση
Γιατί το όνομα του άντρα του νεκρού το σώζουν τα παιδιά του·
και σαν φελλοί βαστάζουνε το δίχτυ αψηλά,
σώζοντας έτσι απ’ το βυθό τα νήματά του τα λινά.*
Τέτοιου είδους εκπληκτικές παρομοιώσεις μαζί με υπέροχες εικόνες και τολμηρές μεταφορές αποτελούν στοιχεία του μεγαλειώδους ύφους τού Αισχύλου, για το οποίο τον θαύμαζαν οι αρχαίοι τεχνοκριτικοί.
* Τα δίχτυα, αλιευτικά και θηρευτικά, τα κατασκεύαζαν από ίνες λιναριού.
——————————————————————————————-
ΑΝΩ ΠΟΤΑΜΩΝ
Η φράση « άνω ποταμών», που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι ως αφύσικο ή παράλογο, είναι αρχαία παροιμιακή έκφραση και μάλιστα ελλιπής. Η πλήρης μορφή της ήταν: ἂνω ποταμῶν χωροῦσιν αἱ πηγαί, που σημαίνει «προς τα πάνω κυλούν τα ρεύματα των ποταμών», στρέφονται δηλαδή προς τα πίσω, περιγραφή που αντιβαίνει πλήρως τους φυσικούς νόμους.
Ας δούμε πώς απαντά η φράση αυτή σε ένα αρχαίο κείμενο, συγκεκριμένα στο απόσπασμα που παραθέτουμε από ένα έργο του περίφημου σοφιστή και συγγραφέα του 2ου αι. μ. Χ., του Λουκιανού.
Ο Λουκιανός ήταν Σύρος, ωστόσο στο πλαίσιο της μεγάλης παράδοσης που είχε η χώρα του στην καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού έγινε άριστος κάτοχος της ελληνικής γλώσσας και διακρίθηκε ως Έλληνας συγγραφέας. Ανήσυχο
πνεύμα, ευφυής άνθρωπος, σκεπτικιστής και σκώπτης σατιρίζει και ειρωνεύεται τους πάντες και τα πάντα – θεούς, ήρωες, ανθρώπους, ιδέες, νοοτροπίες – προκαλώντας αβίαστο γέλιο. Στόχος της ανελέητης πένας του οι ανθρώπινες αδυναμίες, η θρησκεία και η γενικότερη κατάπτωση της εποχής του. Από τα σωζόμενα έργα του περίφημοι είναι οι σατιρικοί του διάλογοι, με πιο ονομαστούς τους Νεκρικούς διαλόγους, στους οποίους παρουσιάζει να συζητούν διάφοροι ξακουστοί ή άσημοι νεκροί μεταξύ τους ή με θεούς και με ήρωες για τα του πάνω και του κάτω κόσμου – ο Λουκιανός στους διαλόγους αυτούς χλευάζει την υποκριτική ηθική της επίγειας ζωής και τη ματαιότητα των ανθρωπίνων.
Στον Νεκρικό διάλογο όπου συναντούμε τη φράση «άνω ποταμών», ένας 30χρονος νεκρός, ο Τερψίων, διαμαρτύρεται στον θεό του ΄Αδη, τον Πλούτωνα, για την αδικία που του έγινε, να πεθάνει δηλαδή αυτός, τόσο νέος, και ο γερο- Θούκριτος που έχει ξεπεράσει τα ενενήντα, να ζει και να βασιλεύει. Ο θεός τού αντιτείνει ότι δεν βλέπει πουθενά το άδικο, καθώς ο μεν Θούκριτος δεν παρακαλεί να πεθάνει κανείς από τους φίλους του, ενώ αντίθετα ελόγου του περίμενε πώς και πώς τον θάνατο του γέρου για να τον κληρονομήσει. Ο Τερψίων επιμένει· αφού δεν μπορούσε πια να απολαύσει ο Θούκριτος τον πλούτο του, δεν θα ’ταν δίκαιο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, αφήνοντας την περιουσία του στους νέους; Προσθέτει, δε, ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας κανόνας, και μάλιστα απαραβίαστος, να πεθαίνει δηλαδή πρώτος ο γεροντότερος και να ακολουθεί εκείνος που σύμφωνα με την ηλικία του έχει σειρά· ‒παραθέτουμε τη συνέχεια των λόγων του στο πρωτότυπο:
μηδὲ ζῆν μὲν τὸν ὑπέργηρων ὀδόντας τρεῖς ἔτι λοιποὺς έχοντα, μόγις ὁρῶντα,
οἰκέταις τέταρσιν ἐπικεκυφότα, κορύζης μὲν τὴν ῥῖνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς
μεστὸν ὄντα, οὐδὲν ἔτι ἡδὺ εἰδότα, ἔμψυχόν τινα τάφον ὑπὸ τῶν νέων καταγελώ
μενον, ἀποθνήσκειν δὲ καλλίστους καὶ ἐρρωμενεστάτους νεανίσκους· ἄνω γὰρ
ποταμῶν τοῦτό γε·
Σε μετάφραση
κι ούτε (από τη μια) να ζει ο κάθε μπαμπόγερος που του ’χουν μείνει μόνο
τρία δόντια, που μόλις και μετά βίας βλέπει, που στηρίζεται πάνω σε τέσσερις
δούλους ( για να περπατάει), με τη μύτη να του τρέχει και τα μάτια του να ’ναι
μέσα στην τσίμπλα, που δε νιώθει πια καμιά ευχαρίστηση, ο ζωντανός τάφος,
όπως τον λένε κοροϊδευτικά οι νέοι, (κι από την άλλη) να πεθαίνουν τα ομορ
φότερα και πιο γερά παλικάρια· γιατί αυτό, βέβαια, είναι άνω ποταμών!
Μα γιατί τόσο πια μεγάλη η αγανάκτηση του Τερψίωνα; Η λύση της απορίας δίνεται από τον Πλούτωνα: ο γερο-Θούκριτος είναι άτεκνος, και ο Τερψίων, όπως και κάποια άλλα καλόπαιδα του είδους του, του πουλούσε έρωτα, τον κολάκευε και ξόδεψε ουκ ολίγα για χάρη του, ανταγωνιζόμενος σε δώρα τους αντεραστές του, καθώς υπολόγιζε στην περιουσία που θα κληρονομούσε. Αποτέλεσμα; Ο ίδιος, όπως λέει πικραμένος για το πάθημά του ο Τερψίων, να οδηγηθεί στον θάνατο από τις αγρύπνιες και τις σκοτούρες γύρω απ’ αυτό το θέμα, το δε χούφταλο να παρευρεθεί στην κηδεία του και να την παρακολουθήσει γελώντας!
Εὖ γε, ὦ Θούκριτε, αναφωνούμε κι εμείς μαζί με τον θεό του κάτω κόσμου.