Αὐτοῦ μοι, στέφανοι, παρὰ δικλίσι ταῖσδε κρεμαστοὶ
μίμνετε, μὴ προπετῶς φύλλα τινασσόμενοι,
οὓς δακρύοις κατέβρεξα· κάτομβρα γὰρ ὄμματ’ ἐρώντων.
Ἀλλ’ ὅταν οἰγομένης αὐτὸν ἴδητε θύρης,
στάξαθ’ ὑπὲρ κεφαλῆς ἐμὸν ὑετόν, ὡς ἂν ἄμεινον
ἡ ξανθή γε κόμη τἀμὰ πίῃ δάκρυα.
Σε μετάφραση
Αυτού, στεφάνια, να μου μείνετε,
κοντά στις δίφυλλες ετούτες πόρτες κρεμασμένα,
και μην τινάζετε τα φύλλα σας με βιάση,
‒ στεφάνια που με δάκρυα σας έβρεξα,
αφού κατάβροχα είναι τα μάτια εκείνων που αγαπούν.
Σαν όμως αντικρίσετε αυτόν καθώς η πόρτα θα ανοίγει,
τότε σταλάξτε πάνω στο κεφάλι του τη δυνατή μου τη βροχή,
έτσι που τα ξανθά του τα μαλλιά να πιουν καλύτερα τα δάκρυά μου.