ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ
Το ωραιότατο επίθετο λυσιμελής είναι σύνθετο, αποτελούμενο από το ρήμα λύω και το ουσιαστικό μέλη· σημαίνει, συνεπώς, αυτόν που παραλύει τα μέλη του σώματος. Και τι μας δημιουργεί τούτη την αίσθηση της γλυκιάς σωματικής εξάντλησης; Ο ύπνος, η αρρώστια, το κρασί, η δίψα, ο έρωτας, ο θάνατος. Πράγματι, αυτά τα ουσιαστικά προσδιόριζε το εν λόγω επίθετο, αποδίδοντας τη συγκεκριμένη ιδιότητα με θαυμαστή ακρίβεια και ποιητικότητα.
Εμείς θα το συναντήσουμε να συνοδεύει το ουσιαστικό πόθος, σε έναν στίχο του σπουδαίου λυρικού ποιητή, του Αρχίλοχου.
Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο, στις αρχές του 7ου αι. π. Χ., και ήταν νόθο παιδί ενός αριστοκράτη και μίας δούλης. Είχε μια ζωή γεμάτη στερήσεις και περιπέτειες. Η φτώχεια τον έσπρωξε να αναζητήσει την τύχη του στη Θάσο, την αποικία της Πάρου, αλλά και σε άλλα μέρη, όπου αναγκάστηκε να ζει ως μισθοφόρος.
Σε ένα σωζόμενο ποιητικό του σπάραγμα λέει:
Στ’ ακόντιο χρωστώ το κριθαρένιο ζυμωτό ψωμί μου,
στ’ ακόντιο και το ισμαρικό* κρασί·
και το τραβώ, πάνω στ’ ακόντιο γερμένος.
Σκοτώθηκε σε μία μάχη κατά των Ναξίων.
Είναι ο πρώτος ποιητής που εγκατέλειψε το ηρωικό ομηρικό έπος και στράφηκε στην προσωπική ποίηση. Στο έργο του αντικαθρεφτίζεται η πολυτάραχη ζωή του, ο παθιασμένος χαρακτήρας και το ατίθασο πνεύμα του. Αθυρόστομος, επιτίθεται με πρωτοφανή βιαιότητα σε ανθρώπους που τον πλήγωσαν. Ένας αποτυχημένος έρωτας με την κόρη κάποιου Λυκάμβη, τη Νεοβούλη, τον πόνεσε τόσο πολύ που έγινε η αιτία να εξαπολύσει μερικούς από τους πιο καυστικούς στίχους του κατά της κοπέλας και της οικογένειάς της, ωθώντας, όπως λέγεται, πατέρα και κόρες στην αυτοκτονία.
Ο Αρχίλοχος σατιρίζει ανηλεώς εχθρούς, φίλους, ιδέες, όπως τις ξεφτισμένες αξίες της παλαιάς αριστοκρατικής τάξης. Σατιρίζει τους στρατιωτικούς συντρόφους του που κομπάζουν για ψεύτικους ηρωισμούς και με γλώσσα που τσακίζει κόκαλα γράφει:
Των επτά νεκρών που πέσανε στη μάχη
‒ κι αυτούς τρέχοντας τους προλάβαμε ‒
χίλιοι είμαστε οι φονιάδες τους.
Αλλά και η ανατρεπτική στάση του απέναντι στο ηρωικό ιδεώδες, όπως αποτυπώνεται στο περίφημο ποίημά του για την ασπίδα, εκπλήσσει και σήμερα ‒ στίχοι πρόκληση για την εποχή του, καθώς ομολογεί χωρίς ίχνος ντροπής πως πέταξε την ασπίδα του για να γλιτώσει τη ζωή του, πράξη άκρως ταπεινωτική για τους αρχαίους, για τους οποίους η λέξη ῥίψασπις ήταν συνώνυμη του δειλού.
Το έργο του, οικτρά ακρωτηριασμένο, είναι πλούσιο και σε μορφή και σε περιεχόμενο. Ο Αρχίλοχος έγραψε για τον έρωτα (με τρυφερότητα, με μίσος, με πικρία, με ωμό αισθησιασμό) για τον πόλεμο, το κρασί, συνέθεσε, δε, και ύμνους για τους θεούς. Στην αρχαιότητα τον θαύμαζαν και τον κατέτασσαν δίπλα στον Όμηρο.
Από την εποχή του έρωτά του για τη Νεοβούλη σώζονται μερικοί θαυμάσιοι ερωτικοί στίχοι του, ένας από τους οποίους είναι και ο παρακάτω με το επίθετο λυσιμελής:
ἀλλά μ’ ὁ λυσιμελής, ὦ ’ταῖρε, δάμναται πόθος.
Σε μετάφραση
Αλλά εμένα, φίλε, ο πόθος που τα μέλη παραλύει με δαμάζει.
Ο ποιητής, για να περιγράψει τον σφοδρό έρωτα που τον έχει κυριεύσει, παρουσιάζει τον εαυτό του νικημένο, δ α μ α σ μ έ ν ο (χρησιμοποιεί το δυνατό ρήμα δάμνημι, που σημαίνει δαμάζω), από τον πόθο, τη φυσική δύναμη που παραλύει γλυκά τα μέλη. Πόσο πολύ αγάπησε αυτή τη Νεοβούλη ο Αρχίλοχος!
* Ο Ἰσμαρικός οἶνος ήταν περίφημος στην αρχαιότητα – με αυτόν μέθυσε ο
Οδυσσέας τον Κύκλωπα Πολύφημο. Το όνομά του είναι δηλωτικό του τόπου
παραγωγής του· προερχόταν δηλαδή από την περιοχή της Ισμάρου, πόλης της
Θράκης κοντά στη Μαρώνεια. Γενικά, η Μακεδονία και η Θράκη φημίζονταν για
τα γλυκά κρασιά τους.
ΣΚΟΡΠΙΟΣ
Ένα μικρό ζώο που ανήκει σε μία τάξη των Αρθροπόδων και το οποίο μερικές φορές μπορεί να αποβεί επικίνδυνο για τον άνθρωπο είναι ο σκορπιός, ο σκορπίος των αρχαίων. Αυτή τη λέξη παρουσιάζουμε εδώ σε ένα αττικό σκόλιον.
Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι αυτό το όνομα είχαν, όπως και σήμερα, και το ακανθοφόρο ψάρι και ο αστερισμός του Σκορπιού· επιπροσθέτως, και μία πολεμική μηχανή που εκτόξευε πολλά βέλη μαζί προς διάφορες κατευθύνσεις, εξ ου και το επίσης αρχαίο ρήμα σκορπίζω= διασκορπίζω, διαχέω.
Τα σκόλια ήταν απλά, μικρά σε έκταση συμποτικά τραγούδια, τραγούδια «της τάβλας» θα λέγαμε. Στην Αττική αυτό το λυρικό άσμα γεννήθηκε στα συμπόσια των αριστοκρατών, και η ακμή του τοποθετείται στη μετάβαση από την τυραννία των Πεισιστρατιδών στη δημοκρατία (τέλος 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Η εκτέλεση των σκολίων γινόταν με συγκεκριμένο τρόπο. Καταρχήν τα
τραγουδούσαν οι πιο ικανοί στο τραγούδι, ο ένας μετά τον άλλο, κρατώντας κλάδο μυρτιάς ή παίζοντας λύρα – όποιος γνώριζε. Αυτός που τραγουδούσε όριζε τον επόμενο δίνοντάς του το κλαδί, χωρίς να τηρεί συγκεκριμένη σειρά και άσχετα από τη θέση που βρισκόταν ο συμποσιαστής τον οποίο είχε επιλέξει. Σ’ αυτή την ακαθόριστη και σκολιὰν ( σκολιός = στραβός, λοξός)* ακολουθία τού τραγουδιού οφείλεται, κατά την πειστικότερη ερμηνεία, η ονομασία του. Αρχικά τα σκόλια ήταν αυτοσχέδιες συνθέσεις, και τα περισσότερα από αυτά που σώζονται (μία συλλογή του Αθήναιου από 25 τραγούδια) είναι ανώνυμα, αλλά σκόλια έγραψαν και ποιητές μεγάλης αξίας (ο Αλκαίος, ο Ανακρέων κ. ά.). Τα θέματά τους ποικίλλουν. Είναι επικλήσεις θεών, εγκώμια ηρώων, γνωμικά· εξυμνούν τον έρωτα, τη νιότη, το κρασί· περιέχουν ηθικές συμβουλές, εκφράζουν σκέψεις και πόθους των αριστοκρατών συμποτών, και άλλα έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, όπως αυτό που υμνεί τον φόνο του Ίππαρχου από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. ( Οι δύο φίλοι σκότωσαν το 514 π.Χ., για προσωπικούς λόγους, τον Ίππαρχο, τον αδελφό του τυράννου Ιππία. Μετά την κατάλυση της τυραννίδας το 510 π.Χ., αναγορεύτηκαν Τυραννοκτόνοι, και έκτοτε οι Αθηναίοι τους τιμούσαν ως ήρωες).
Ας επιστρέψουμε όμως στο σκόλιο με το ουσιαστικό σκορπίος, το οποίο έχει ως εξής:
ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος, ὦ ἑταῖρ’, ὑποδύεται·
φράζευ μη σε βάλῃ· τῷ δ’ ἀφανεῖ πᾶς ἕπεται δόλος.
Σε μετάφραση
Κάτω από κάθε πέτρα ένας σκορπιός είναι χωμένος, φίλε·
μη σε τσιμπήσει, πρόσεχε·
ο κάθε δόλος άλλωστε πίσω από κείνο που δε φαίνεται ακολουθεί.
Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας παροιμίας, η οποία με μιαν εικόνα συμβολική προειδοποιεί για τον κίνδυνο να κρύβονται παντού άγνωστοι εχθροί και η οποία χρησιμοποιήθηκε συχνά από τους ποιητές, όπως ο Αριστοφάνης, που τη χαρακτηρίζει « παλαιά» στις Θεσμοφοριάζουσες.
* Παράγωγο του επιθέτου σκολιός είναι το αρχαίο ρήμα σκολιοῦμαι, από το οποίο σχηματίστηκε το μεταγενέστερο ουσιαστικό «σκολίωσις».
ΦΤΥΝΩ ΣΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ‒ ΠΤΥΩ ΕΙΣ ΚΟΛΠΟΝ
Όταν θέλουμε να αποτρέψουμε το κακό από πάνω μας ή τη βασκανία, φτύνουμε στον κόρφο μας, συνήθως τρεις φορές. Ο εμπτυσμός ως μέτρο αντιμετώπισης του κακού έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα ‒ ίσως γιατί το σάλιο έχει αντισηπτικές ιδιότητες ‒ όπως βλέπουμε στο απόσπασμα που παραθέτουμε, απόσπασμα από ένα ειδύλλιο του σημαντικότερου ποιητή των ελληνιστικών χρόνων, του Θεόκριτου (περίπου 315/10 –240 π.Χ. ).
Τα βιογραφικά στοιχεία του Θεόκριτου που διαθέτουμε είναι ελάχιστα. Γεννήθηκε στις Συρακούσες, ίσως όμως η οικογένειά του να καταγόταν από την Κω. Στη λαμπρότερη πόλη της Σικελίας ο Θεόκριτος πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του και εκεί άρχισε να συνθέτει και τα πρώτα του ποιήματα. Αναζητώντας προστάτη και μη βρίσκοντας ανταπόκριση από τον Συρακούσιο βασιλιά Ιέρωνα Β΄, εγκατέλειψε την πατρίδα του και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Κω και την Αλεξάνδρεια. Στην Αλεξάνδρεια απέσπασε την εύνοια του Πτολεμαίου Β΄ και άνθισε ως ποιητής. Δεν γνωρίζουμε πού πέθανε.
Είναι ο εμπνευστής ενός νέου φιλολογικού είδους, της ποιμενικής ποίησης, που είχε τεράστια απήχηση μέχρι και τους νεότερους χρόνους. Από τα έργα του σώζονται 30 ποιήματα που αργότερα ονομάστηκαν εἰδύλλια,1 24 επιγράμματα και το τεχνοπαίγνιο Σῦριγξ. Αμφισβητείται η γνησιότητα του τελευταίου, κάποιων ειδυλλίων και των περισσότερων επιγραμμάτων του.
Ο Θεόκριτος δημιούργησε τα θαυμάσια ειδύλλιά του τελειοποιώντας τον παλαιό μῖμον της πατρίδας του, είδος πεζού δράματος που απεικόνιζε ρεαλιστικά σκηνές της καθημερινής ζωής. Πρόκειται για μικρά περιγραφικά ποιήματα με δραματική πλοκή ‒ το στοιχείο του μίμου ‒ τα οποία έχουν θέματα ερωτικά, μυθολογικά, παρουσιάζουν σκηνές του καθημερινού βίου, είναι εγκώμια κ. ά. ΄Όμως τη δόξα του ο ποιητής την οφείλει κυρίως στους αγροτικούς του μίμους, δηλαδή στα ειδύλλια με βουκολικό περιεχόμενο, τα οποία είναι πιστή εικόνα του φυσικού βίου των απλών ανθρώπων. Τους στίχους του, μουσικότατους και λεπτοδουλεμένους, τους διατρέχει η νοσταλγία για τη φύση – η απαράμιλλη απεικόνισή της αποτελεί το περίφημο ειδυλλιακό τοπίο του Θεόκριτου– μια γλυκύτητα, ένας δυνατός ρεαλισμός και συνάμα ένας παθητικός λυρισμός.
Ο Θεόκριτος αναγνωρίζεται ως ο τελευταίος μεγάλος ποιητής του αρχαίου κόσμου.
Ας δούμε τώρα το απόσπασμα που επιλέξαμε να παρουσιάσουμε. Ανήκει σε ένα ειδύλλιο με τον τίτλο Βουκολίσκος, το οποίο πολλοί μελετητές το θεωρούν νόθο έργο του ποιητή. Στο ειδύλλιο αυτό παρουσιάζεται να μιλάει ένας αγροίκος γελαδάρης και να εκφράζει το παράπονό του, επειδή η εταίρα Ευνίκα απέκρουσε τον έρωτά του. Διηγείται λοιπόν στους άλλους βουκόλους ότι, όταν θέλησε να τη φιλήσει, εκείνη τον απώθησε καταφρονητικά, και τους μεταφέρει τα υβριστικά της λόγια, που η σκληρή εταίρα τα έκλεισε ως εξής:
Τα χείλια σου είναι χάλια, τα χέρια σου είναι μαύρα
και βρομοκοπάς. Φύγε από μένανε, μη με λερώσεις.
Και ο πληγωμένος αγελαδοβοσκός συνεχίζει:
Τοιάδε μυθίζοισα, τρὶς εἰς ἑὸν ἒπτυσε 2 κόλπον,2
και μ’ ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὶ τὼ πόδε συνεχὲς εἶδεν,
χείλεσι μυχθίζοισα καὶ ὂμμασι λοξὰ βλέποισα·
Σε μετάφραση
Ετούτα λέγοντας, έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο της
κι από την κορυφή ώς τα νύχια συνέχεια με κοιτούσε,
σουφρώνοντας τα χείλια της περιγελαστικά
και ρίχνοντάς μου βλέμματα λοξά·
Ε κι αυτός στο τέλος, θυμωμένος, καταριέται την Ευνίκα που τον περιφρόνησε τόσο βαθιά, να μη φιλήσει ποτέ αυτόν που αγαπάει και να κοιμάται τη νύχτα ολομόναχη!