You are currently viewing ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Μαρμαίρω, χρυσός, γρυ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Μαρμαίρω, χρυσός, γρυ

ΜΑΡΜΑΙΡΩ

Μία απαστράπτουσα τόσο στο σώμα όσο και στην έννοιά της λέξη της αρχαιοελληνικής είναι το ρήμα μαρμαίρω, που σημαίνει λάμπω, ακτινοβολώ. Σχηματίστηκε από τον αναδιπλασιασμό του θέματος μαρ-, ινδοευρωπαϊκής ρίζας, και παράγωγά του είναι τα ουσιαστικά μαρμαρυγή () = λάμψη, ακτινοβολία του φωτός και μάρμαρος (), που αρχικά σήμαινε την πέτρα που έλαμπε στο φως και αργότερα ταυτίστηκε με το λευκό πέτρωμα, το μάρμαρο.

Το ποιητικό αυτό ρήμα απέδιδε κυρίως τη λάμψη των μετάλλων, όπως στο παρακάτω σωζόμενο απόσπασμα του λυρικού ποιητή Αλκαίου.

Ο Αλκαίος ( περ.630-570 π.Χ.) καταγόταν από τη Μυτιλήνη και ήταν σύγχρονος της Σαπφώς. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια και υπερασπίστηκε με φανατισμό την τάξη του και τα ιδεώδη της. ΄Ελαβε ενεργό μέρος στους αγώνες των αριστοκρατών κατά των δημοκρατικών της Μυτιλήνης και του μετριοπαθούς τυράννου Πιττακού, τον οποίο η παράδοση κατατάσσει στους επτά σοφούς της Ελλάδας. Εξορίστηκε, περιπλανήθηκε σε ξένες χώρες και τελικά επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου και πέθανε. Σε μία μάχη κατά των Αθηναίων για την κυριαρχία του Σιγείου στην Τρωάδα, πέταξε και αυτός την ασπίδα του, όπως ο Αρχίλοχος. Συνέθεσε ποιήματα ερωτικά, συμποσιακά, με τα οποία ψάλλει την αγάπη του για τη ζωή, το γλέντι και το κρασί, και ύμνους. Τα γνωστά ως στασιωτικά είναι εμπνευσμένα από την ταραχώδη πολιτική δράση του, την εξορία, τον εμφύλιο πόλεμο, κάποια, δε, αποσπάσματα δονούνται από το πάθος της θυελλώδους ιδιοσυγκρασίας του, καθώς χτυπάει σκληρά τους αντιπάλους του. Την ποίησή του, που εκτιμήθηκε πολύ στην αρχαιότητα,

διακρίνει η λιτότητα και η δύναμη των στίχων, η ακρίβεια της περιγραφής, η φυσικότητα της έκφρασης.

Στο παρατιθέμενο εξαιρετικό απόσπασμα που προαναφέραμε, ο ποιητής περιγράφει με καμάρι την αίθουσα την κατάμεστη από τα αποθηκευμένα όπλα που έχουν ετοιμάσει αυτός και οι φίλοι του πριν από τη δράση:

 

μαρμαίρει δὲ μέγας δόμος χάλκῳ, παῖσα δ’ Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα

        λάμπραισιν κυνίαισι, κὰτ τᾶν λεῦκοι κατέπερθεν ἲππιοι λόφοι

        νεύοισιν, κεφάλαισιν ἂνδρων ἀγάλματα· χάλκιαι δὲ πασσάλοις

        κρύπτοισιν περικείμεναι λάμπραι κνάμιδες, ἄρκος ἰσχύρω βέλεος,

        θόρρακές τε νέω λίνω κόϊλαί τε κὰτ ἄσπιδες βεβλημέναι·

        πὰρ δὲ Χαλκίδικαι σπάθαι, πὰρ δὲ ζώματα πόλλα καὶ κυπάσσιδες.

        τῶν οὐκ ἔστι λάθεσθ’ ἐπεὶ δὴ πρώτιστ’ ὐπὰ τὦργον ἔσταμεν τόδε.

                                         Σε μετάφραση

Λαμποκοπάει η μεγάλη αίθουσα απ’ το χαλκό,

και είναι στολισμένη για τον ΄Αρη ολόκληρη η οροφή

με περικεφαλαίες λαμπερές,

που απ’ την κορυφή τους φούντες άσπρες αλογίσιες κάτω γέρνουν,

στολίδια αυτές για τα κεφάλια των ανδρών·

και χάλκινες λαμπρές περικνημίδες  ζώνουν ολόγυρα πασσάλους

που τους κρύβουν

‒ εμπόδιο στα δυνατά τα βέλη ετούτες‒

και θώρακες από λινάρι ολοκαίνουργιο

κι ασπίδες βαθουλές ακουμπισμένες κάτω·

δίπλα, σπαθιά υπάρχουν χαλκιδέικα,

δίπλα, αναζώματα πολλά και χιτωνίσκοι.

Αυτά δε γίνεται να τα ξεχάσουμε, αφού προπάντων τούτο τον αγώνα

αναλάβαμε.

 

Στη Γ ραψωδία της  Ἰλιάδος ο ΄Ομηρος χρησιμοποιεί το ρήμα μεταφορικά, στην περιγραφή της αναγνώρισης της Αφροδίτης ‒ περιγραφή αντάξια της θεάς του κάλλους ‒ από την Ελένη:

καί ῥ’ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν

            στήθεά θ’ ἱμερόεντα καὶ ὄμματα μαρμαίροντα,

            θάμβησεν…

                                       Σε μετάφραση

 …κι ευθύς λοιπόν, ως αναγνώρισε  (η Ελένη) τον πανώριο τής θεάς λαιμό

και τα λαχταριστά της στήθη, μα και τα μάτια της τ’ αστραποβόλα,

θάμπωσε…

        Και στον Ἴωνα του Ευριπίδη, ο λυρισμός ξεχύνεται από τούτα τα λόγια της Κρέουσας για τον Απόλλωνα που την αποπλάνησε:

Ἦλθές μοι χρυσῷ χαίταν

μαρμαίρων

Σε μετάφραση

 Μου ήρθες ακτινοβολώντας με το χρυσάφι των μαλλιών σου…

 

΄Εξοχη ποιητική απόδοση του μοναδικού ελληνικού φωτός, του υποδηλωμένου στη συνείδηση και στην τέχνη των Ελλήνων από την κόμη του ηλιακού θεού τους.

 

———————————————————————————————-

ΧΡΥΣΟΣ

 

        Με αφορμή τον παραπάνω στίχο του Ευριπίδη, θα προσεγγίσουμε εδώ το όνομα αυτού του μετάλλου με τη μεγάλη οικονομική αξία.

Η λέξη χρυσός είναι αρχαιότατη, έχοντας ζωή 4.000 ετών. Απαντά στα πρώτα κείμενα της ελληνικής γλώσσας, στις μυκηναϊκές πινακίδες (όπως και η λέξη ἄργυρος  ‒ βλ. το επίθετο ἀργυροδίνης σε προηγούμενη ανάρτησή μας) με τη γραφή kuruso, και ξέρουμε ότι από αυτά τα δύο πολύτιμα μέταλλα είχε κατασκευαστεί ο μοναδικός πλούτος των πολύτιμων αντικειμένων του Μυκηναϊκού πολιτισμού (« πολύχρυσες Μυκήνες» ). Πιστεύεται, δε, ότι η λέξη είναι δάνειο από σημιτικές γλώσσες που μιλιούνταν στην Ανατολή.

Τον χρυσό, και στους αρχαίους χρόνους, τον προμηθεύονταν είτε εξάγοντάς τον από μεταλλεία είτε συλλέγοντάς τον υπό μορφή κόκκων μέσα από την άμμο των χρυσοφόρων ποταμών ή χειμάρρων. Στην Ελλάδα τα μεγαλύτερα χρυσωρυχεία λειτουργούσαν στη Θάσο, στην περιοχή του Παγγαίου και στη Χαλκιδική ‒ οι Μακεδόνες έπαιρναν χρυσό και από τον Γαλλικό ποταμό, γι’ αυτό τον ονόμαζαν Ἐχέδωρο.

     ΄Ενας άλλος ποταμός που συνδέθηκε με αυτό το μέταλλο, και του οποίου το όνομα παραμένει παροιμιώδες μέχρι σήμερα δηλώνοντας την υπεραφθονία αγαθών και πλούτου, είναι ο Πακτωλός (μιλάμε π. χ. για «πακτωλό χρημάτων»). Πρόκειται για ποταμό της Λυδίας στην περιοχή των Σάρδεων, ο οποίος κατέβαζε ψήγματα  χρυσού, και σ’ αυτόν όφειλε ο Κροίσος τον μυθώδη πλούτο του.

Λέξεις που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα συνοδεύουν ή προσδιορίζουν τον χρυσό είναι το προαναφερθέν ουσιαστικό ψῆγμα (παράγωγο, όπως και το ψήκτρα, του ψήχω= τρίβω, ξύνω) και τα συνώνυμα καθαρός και ἄπεφθος ( παράγωγο του ρήματος ἀφ-έψω1 = λαγαρίζω με βρασμό, όπως και το ἀφέψημα). Το επίθετο αυτό σημαίνει καλοβρασμένος, και στην περίπτωση του χρυσού, ατόφιος, ως αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας.

Παραθέτουμε ένα ωραιότατο απόσπασμα του ποιητή Θέογνη,2 στο οποίο συναντούμε τις λέξεις χρυσός και ἄπεφθος:

Εἲ μ’ ἐθέλεις πλύνειν, κεφαλῆς ἀμίαντον ἀπ’ ἄκρης

             αἰεὶ λευκὸν ὕδωρ ῥεύσεται ἡμετέρης,

         εὑρήσεις δε με πᾶσιν ἐπ’ ἔργμασιν ὥσπερ ἄπεφθον

            χρυσόν, ἐρυθρὸν ἰδεῖν τριβόμενον βασάνωι,

        τοῦ χροιῆς καθύπερθε μέλας οὐχ ἅπτεται ἰὸς

           οὐδ’ εὐρώς, αἰεὶ δ’ ἄνθος ἔχει καθαρόν.

                                    Σε μετάφραση

           Αν θέλεις να με πλένεις, πάντα καθάριο, ξάστερο νερό

από του κεφαλιού μου την κορφή θε να κυλάει κάτω·

και σ’ όλα θα με βρεις τα έργα σαν το χρυσάφι το ατόφιο

που ’ναι στην όψη κόκκινο, σαν τρίβεται στη δοκιμαστική3 την πέτρα,

και που στην επιφάνειά του πάνω, σκουριά μαύρη δεν πιάνει,

δεν πιάνει μήτε μούχλα, μα έχει πάντα τη λαμπράδα του αψεγάδιαστη.

 

Επίσης, η σύγχρονη χρήση της λέξης χρυσός για προσφώνηση αγαπητού προσώπου ανάγεται και αυτή στους αρχαίους χρόνους.

                                                         Δεῦρό νυν, ὦ χρυσίον.

 Δηλαδή, « άντε, έλα λοιπόν, χρυσάφι μου!» λέει στη Λυσιστράτη τού Αριστοφάνη ο ποθοπλανταγμένος Κινησίας στη γυναίκα του Μυρρίνη, η οποία έχει βγει απ’ την Ακρόπολη όπου βρίσκεται κλεισμένη μαζί με τις άλλες Αθηναίες μετά την κήρυξη ερωτικής αποχής· κι εκεί, κάτω από το τείχος, της ζητάει να κάνουν έρωτα, όμως αυτή με διάφορα τερτίπια τον ανάβει περισσότερο, για να τον αφήσει τελικά στα κρύα του λουτρού.

 

1) Το ρήμα ἕψω ( αόριστος ἥψησα ἕψησα → ψήνω, ψητό, ψήστης κ. λπ.)

σημαίνει βράζω.

2) Ο Θέογνις (6ος αι. π. Χ.) καταγόταν από τα Μέγαρα και ήταν αξιόλογος ποιητής ελεγειών και γνωμικών. Με το όνομά του σώζεται σήμερα μία συλλογή ελεγειακών ποιημάτων ( 1389 στίχοι), που όμως δεν είναι όλα δικά του. Η συλλογή χωρίζεται σε δύο βιβλία. Στο πρώτο (στίχοι 1-230), απευθύνει πολιτικές και ηθικές παραινέσεις στον ερωμένο του Κύρνο, και στο δεύτερο, όπου περιέχονται οι υπόλοιποι στίχοι, αναφέρεται στον παιδικό έρωτα.

3) Βασάνωι στο πρωτότυπο. Η βάσανος (εξού βασανίζω, βασανιστήριον, βασανιστής κ. λπ.) ή Λυδία λίθος λεγόταν μια σκληρή πέτρα ‒ μαύρος ίασπις ‒ που πρωτοανακαλύφθηκε στη Λυδία και πάνω της δοκιμαζόταν η γνησιότητα του χρυσού με την τριβή.

                                    Λυδία μὲν γὰρ λίθος

                                    μανύει χρυσόν,…

Σε μετάφραση

Πράγματι, η Λυδία λίθος

φανερώνει τον χρυσό,…

 

γράφει σε ένα σωζόμενο σπάραγμά του ο ποιητής Βακχυλίδης.  

Σήμερα η φράση αυτή χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια για καθετί με το οποίο ελέγχεται ο χαρακτήρας, η αξία, οι προθέσεις ατόμων ή ευρύτερων συνόλων.

 

ΔΕΝ  ΕΒΓΑΛΕ  (ΟΥΤΕ)  ΓΡΥ

Τη φράση αυτή της καθομιλουμένης που σημαίνει δεν ξεστόμισε ούτε λέξη, τίποτα, έμεινε άφωνος, την έχουμε κληρονομήσει από την αρχαιότητα.

Η λέξη γρῦ είναι ηχομιμητική από τη φωνή των χοίρων, γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε περιφρονητικά με τη σημασία τού τίποτα ‒ από αυτήν σχηματίστηκαν τα ρήματα γρυλ(λ)ίζω και γρύζω (εξού γρούζω), τα οποία αποδίδουν τη χαρακτηριστική κραυγή των χοίρων. Απαντά, δε, κυρίως σε κείμενα κωμικών ποιητών και συνοδεύεται πάντα από το οὐδέ ή μηδέ.

Εδώ θα την παρουσιάσουμε σε ένα απόσπασμα από τον Πλοῦτο του Αριστοφάνη, το τελευταίο χρονολογικά έργο του ποιητή που έχει σωθεί και το οποίο σηματοδοτεί το κλείσιμο του κύκλου της Αρχαίας κωμωδίας και τη μετάβαση στη λεγόμενη Μέση κωμωδία.

Ο Πλοῦτος παραστάθηκε το 388 π. Χ. και είχε ως θέμα ένα κοινωνικό πρόβλημα της εποχής, την άδικη κατανομή του πλούτου.

Μετά το τέλος του καταστροφικού Πελοποννησιακού πολέμου και κυρίως στις αρχές του 4ου αι., η οικονομία της Αθήνας βαθμιαία αναρρώνει και αναπτύσσεται η βιομηχανία και το εμπόριο με παράλληλη εισαγωγή ξένων νομισμάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες ευνοήθηκε η εμφάνιση του φαινομένου του νεοπλουτισμού. ΄Ατομα μη αριστοκρατικής καταγωγής, έμποροι, βιοτέχνες, τραπεζίτες (ως επί το πλείστον μέτοικοι), πέτυχαν να αποκτήσουν μεγάλες περιουσίες με περισσότερο ή λιγότερο νόμιμους τρόπους ‒ είναι συχνή η εκμετάλλευση των μικροϊδιοκτητών γης, οι οποίοι, λόγω των κατεστραμμένων από τον μακροχρόνιο πόλεμο κτημάτων τους, είχαν περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση και αναγκάζονταν να τα εκποιούν ή να τα υποθηκεύουν κατά τη σύναψη δανείων και, στο τέλος, να τα χάνουν. Συγχρόνως παρατηρείται συνεχής άνοδος των τιμών και, έτσι, το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς αρχίζει να βαθαίνει. Η οικονομική ζωή της πόλης κινείται σε κατεύθυνση κεφαλαιοκρατική, και η δυσπραγία χτυπάει τους περισσότερους Αθηναίους. Το χρήμα τώρα αποκτά μεγάλη σημασία για όλους τους πολίτες,  γεγονός που κανένα έργο δεν το δείχνει καλύτερα από τον Πλοῦτο.

     Στην κωμωδία αυτή, ένας καλοκάγαθος Αθηναίος χωρικός, ο Χρεμύλος, βλέποντας πως με την τιμιότητά του δεν είχε προκοπή, επισκέφτηκε το μαντείο των Δελφών με τον δούλο του Καρίωνα, για να ρωτήσει τον θεό μήπως έπρεπε να κάνει τον γιο του κατεργάρη και άδικο, σαν όλους αυτούς που κατάφερναν να πλουτίζουν και να ευτυχούν. Ο θεός τού έδωσε χρησμό να ακολουθήσει τον πρώτο που θα συναντούσε μόλις έβγαινε από τον ναό και να τον φιλοξενήσει σπίτι του. Το πρόσωπο αυτό ήταν ένας γέροντας εξαθλιωμένος και τυφλός. ΄Ετσι, ο Χρεμύλος τον παίρνει στο κατόπι, χωρίς να ξέρει ότι είναι ο Πλούτος.

 

Το έργο αρχίζει με τον Χρεμύλο και τον Καρίωνα που μόλις έχουν φθάσει στην Αθήνα, μπροστά στο σπίτι του πρώτου, ακολουθώντας τον τυφλό. Ο Καρίωνας είναι αγανακτισμένος με τον αφέντη του και θαρρεί πως του’χει στρίψει, αφού έχει πάρει από πίσω έναν κουρελή αόμματο, ενώ λογικό είναι, όπως λέει, να συμβαίνει το αντίθετο. Και εξηγεί ‒ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:

 

Οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα·

οὗτος δ’ ἀκολουθεῖ, κἀμὲ προσβιάζεται,

καὶ ταῦτ’ ἀποκρινομένῳ τὸ παράπαν οὐδὲ γρῦ.

                                                    Σε μετάφραση

Εφόσον τους τυφλούς εμείς που βλέπουμε τους οδηγούμε·

όμως ελόγου του ακολουθάει αυτόν

και αναγκάζει και εμένα να το κάνω,

αυτόν, που μάλιστα απάντηση καμιά δε δίνει μα καμιά,

δε βγάζει γρυ από το στόμα του.

 

Μετά από επίμονη σιγή του τυφλού, κάποια στιγμή, κύριος και δούλος μαθαίνουν κατάπληκτοι ότι έχουν μπροστά τους τον Πλούτο και ότι η τύφλωσή του οφείλεται στον Δία, ο οποίος, όταν κάποτε ο Πλούτος τον απείλησε ότι θα πηγαίνει μόνο στους δίκαιους, στους σοφούς και στους τίμιους, από φθόνο γι’ αυτούς, τον τύφλωσε για να μοιράζει άκριτα τα αγαθά του. Στο τέλος του δράματος, ο Πλούτος  ξαναβρίσκει το φως του στο ιερό του Ασκληπιού και γεμίζει με αγαθά τον τίμιο Χρεμύλο και όλους τους φτωχούς που ήταν καλοί και δίκαιοι.

Τι φαντάζεται κι αυτός ο Αριστοφάνης! Τον Πλούτο να ανακτά την όρασή του (!!!)

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.