Κατά το διάστημα του πλούσιου εθιμικού κύκλου του Δωδεκαημέρου (25 Δεκεμβρίου ‒ 6 Ιανουαρίου) και συγκεκριμένα την παραμονή των μεγάλων εορτών, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων, ακούμε παιδιά να τραγουδούν εορταστικά τραγούδια, τα γνωστά μας κάλαντα (← καλένδες ←calendae[dies]= η πρώτη ημέρα κάθε μήνα του ρωμαϊκού ημερολογίου, η ελληνική νουμηνία. Για την ακρίβεια, τα κάλαντα γεννήθηκαν από τις Καλένδες του Ιανουαρίου, που είχαν θεσπιστεί από τον 1ο αι. π. Χ. ως πρώτη ημέρα του χρόνου και πανηγυρίζονταν με θεαματικές λαϊκές εκδηλώσεις. Πολλές από αυτές τις εορτές των εθνικών επέζησαν και μεταξύ των Χριστιανών, αλλά καταδικάστηκαν από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο).
Τα συνήθη χριστουγεννιάτικα κάλαντα αρχίζουν, ως γνωστόν, με τον στίχο « Καλήν ημέραν, άρχοντες,…». Υπάρχει ωστόσο καταγεγραμμένο πλήθος και άλλων, λαϊκών καλάντων της εορτής των Χριστουγέννων που επιχωριάζουν κατά τόπους, μερικά από τα οποία μάλιστα είναι ποιητικότατα. Παράδειγμα, το παρακάτω ευχετικό τραγούδι της Λήμνου που το τραγουδούσαν στην περίπτωση που ο νοικοκύρης του σπιτιού ήταν γεωργός, και το οποίο διέσωσε ο λαογράφος και καθηγητής Πανεπιστημίου Γ. Μέγας (1893 – 1976).1
Τα μαύρα βόδια στο ζυγό, τα τρίδβωλα 2 στ’ αλέτρι,
κι αυτά τα λαμπροκέρωτα να ζουν, να τριδβωλάνε!
Αγριγιολιά είν’ τ’ αλέτρι σου και δάφνη ο ζυγός σου,
είναι και η φκεντρίκια 3 σου τριανταφυλλιάς κλωνάρι,
είναι και η ζευγίκια 4 σου μετάξι συρματένιο.
Δευτέρα μέρα γιούρντισες5 να πα να πρωτοσπείρεις.
Η στράτα ρόδια γέμισε και τα χωράφια σπόρο.
‒Θα σε ρωτήσω, αφέντη μου, πόσα πινάκια σπέρνεις;
‒ Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σιτάρι δεκαπέντε
και κάτω στην ακρογιαλιά άλλα σαρανταπέντε,
κι αυτό με το διαστήκανε 6 περδίκια να το φάνε.
Δεν είν’ περδίκια μοναχά, μόν’ είναι και λαγούδια.
Πήρα το τουφεκάκι μου να πα να τα σκοτώσω.
Ούτε περδίκια σκότωσα ούτε λαγούδια πιάσα,
μόν’ θέρισα κι αλώνισα όλα τ’ αποφαγούδια.
’Κάνα πινάκια αμέτρητα, πινάκια μετρημένα,
κι εκεί που τα μετρούσαμε, νά κι ο Χριστός κ’ επέρνα.
Εκεί που ’στάθη ο Χριστός χρυσό δεντράκι βγήκε
κ’ εκεί που παραπάτησε, βγήκ’ ένα κυπαρίσσι.
Στη μέση ήταν ο Σταυρός, στην άκρη το Βαγγέλιο
και κάτω στη ριζίκια του μια κρυσταλλένια βρύση,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και βρέχουν τα φτερά τους
και ραίνουν τον αφέντη μας μ’ όλη τη φαμελιά του.
Αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη!
Πέντε κρατούν το μαύρο σου και τρεις τόνε σελώνουν
και δεκοχτώ περικαλούν: Αφέντη, καβαλίκα!
Καβαλικεύεις, χαίρεσαι· πεζεύεις, καμαρώνεις,
κ’εκεί π’ πατήσ’ ο μαύρος σου, πηγάδια φανερώνει,
πηγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες…
Βάλε τ’, αφέντη μ’, βάλε το το χέρι σου στη τζέπη.
Αν εύρεις γρόσα δω μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι·
βάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλικάρια.
1) Γ. Μέγα, ΕΛΛΗΝΙΚΑΙ ΕΟΡΤΑΙ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, Αθήνα, 1963.
2) Που οργώνουν τρεις φορές το χωράφι.
3) Η βουκέντρα.
4) Το σκοινί με το οποίο τραβούν τα βόδια.
5) Κίνησες.
6) Διαμοιραστήκανε.