ΧΡΥΣΟΠΕΠΛΟΣ – ΧΡΥΣΟΚΟΜΗΣ
Η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει δημιουργήσει πολλές ποιητικές λέξεις με πρώτο συνθετικό το χρυσο-, που προέρχεται από το ουσιαστικό χρυσός (με το οποίο ασχοληθήκαμε σε προηγούμενη ανάρτησή μας ) όπως: χρυσοπέδιλος (Ἠώς = αυγή), χρυσόπτερος (Ἶρις), χρυσοπλόκαμος (Ἀπόλλων), χρυσοφαής –χρυσαυγής (και τα δύο επίθετα σημαίνουν αυτόν που λάμπει σαν χρυσός, λ. χ. χρυσοφαής ἣλιος), χρυσεόκυκλος = ο έχων χρυσό δίσκο ( Σελήνης χρυσεόκυκλον φέγγος ) κ. ά.
Εδώ θα γνωρίσουμε τα επίθετα χρυσόπεπλος και χρυσοκόμης, όπως αυτά απαντούν σε στίχους του λυρικού ποιητή Ανακρέοντα.
Ο Ανακρέων (περίπου 563-478 π.Χ.) γεννήθηκε στην Τέω της Ιωνίας, απέναντι από τις βόρειες ακτές της Σάμου. Όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την πατρίδα του, ήρθε και εγκαταστάθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Αργότερα βρήκε καταφύγιο κοντά στους ισχυρούς της εποχής, αρχικά στον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, ο οποίος ως προστάτης των τεχνών συγκέντρωνε γύρω του διακεκριμένους ποιητές. Στη Σάμο ο ποιητής γοητευμένος από τους ωραίους νέους, τους εραστές του Πολυκράτη, έγραψε ερωτικά ποιήματα γι’ αυτούς ‒ λέγεται μάλιστα ότι με τον τύραννο υπήρξαν αντεραστές για έναν νεαρό Θρακιώτη, τον Σμερδίη, για τα ωραία μαλλιά του οποίου συνέθεσε ένα σωζόμενο εγκώμιο. Μετά τον θάνατο του Πολυκράτη ήρθε στον Ίππαρχο, τον τύραννο της Αθήνας, μετά τη δολοφονία του οποίου ίσως να έφτασε μέχρι τη Θεσσαλία, στον οίκο των Αλευαδών.
Στις αυλές αυτών των ηγεμόνων, που του εξασφάλιζαν ανέμελη ζωή μέσα από τις καθημερινές απολαύσεις και τα συμπόσια, ο ποιητής τραγούδησε την εύθυμη πλευρά της ζωής· το γλέντι, το κρασί (τη μεγάλη του αγάπη), το κάλλος αγοριών αλλά και κοριτσιών, και βέβαια τον έρωτα. Πέθανε σε βαθιά γεράματα, άγνωστο πού ακριβώς.
Με εικόνες πρωτότυπες, με πολλά και εκφραστικά επίθετα, με μια λεπτή ειρωνεία που, όταν χρειάζεται, γίνεται σκληρή σάτιρα, ο Ανακρέων δημιούργησε τον λυρισμό μιας ποίησης που αγαπήθηκε πολύ. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν στήνοντάς του άγαλμα στην Ακρόπολη ‒εικονιζόταν σε στάση μεθυσμένου που τραγουδάει. Στους αλεξανδρινούς, ακόμη και στους βυζαντινούς χρόνους, βρήκε πολλούς μιμητές που έγραψαν τα γνωστά Ἀνακρεόντεια ποιήματα.
Και τώρα οι στίχοι του Ανακρέοντα που επιλέξαμε να παρουσιάσουμε. Σε έναν γοητευτικό στίχο-απομεινάρι κάποιας σύνθεσής του, ο ποιητής, γέροντας πια, δίχως όμως να χάνει το κέφι του για τις χαρές της ζωής, λέει σε μια νέα:
κλῦθί μευ γέροντος, εὐέθειρα χρυσόπεπλε κούρη
Σε μετάφραση:
άκουσε εμένανε το γέροντα,
κόρη με τα ωραία τα μαλλιά και τον χρυσό τον πέπλο1
Και σε ένα ποιητικό απόσπασμα, που ο ρεαλισμός και η φαντασία συνδυάζονται αριστοτεχνικά, τον καλεί ο χρυσοκόμης ΄Ερωτας να «παίξει» με ένα κορίτσι:
σφαίρῃ δηὖτέ με πορφυρέῃ
βάλλων χρυσοκόμης Ἔρως
νηνὶ ποικιλοσαμβάλῳ
συμπαίζειν προκαλεῖται.
ἣ δ’ ‒ ἒστιν γὰρ ἀπ’ εὐκτίτου
Λέσβου ‒ τὴν μὲν ἐμὴν κόμην,
λευκὴ γάρ, καταμέμφεται,
πρὸς δ’ ἂλλην τινὰ χάσκει.2
Σε μετάφραση:
κόκκινο τόπι μού πετά
ο χρυσομάλλης Έρωτας και πάλι,
και με την κόρη που φορά σανδάλια πλουμιστά
να παίξω με παρακινεί.
Όμως αυτή ‒ βλέπεις, από τη Λέσβο την καλόχτιστη κρατά ‒
για τα δικά μου τα μαλλιά νιώθει αποστροφή
ένεκα που ’ναι άσπρα,
και με το στόμα ανοιχτό στέκει για κάποια άλλα.
Δυστυχώς, το κορίτσι έχει άλλες προτιμήσεις, ακολουθώντας τις κλίσεις του νησιού της!… Ωστόσο, και πάλι η διάθεση του ποιητή δεν χαλάει· αντιμετωπίζει το περιστατικό περιπαικτικά, αν και λίγο πικρόχολα.
1) Πέπλος: γυναικείο ένδυμα, που στερεωνόταν στους ώμους με περόνες και με ζώνη που τόνιζε τη μέση. ΄Ηταν επίσης κοσμημένος με σχέδια κεντημένα ή υφασμένα (ποικίλος). Ο πέπλος μπορούσε να είναι και μακρύς και να σύρεται στο έδαφος, εξού το θαυμάσιο γυναικείο επίθετο ἑλκεσίπεπλος.
2) ΄Όπως βλέπουμε, το ρήμα χάσκω είναι αρχαίο. Υπάρχει επίσης ο μεταγενέστερος τύπος του χαίνω, και ομόρριζες είναι οι λέξεις: χάσ-μα, χασ-μωδία, χάσ-μη = χασ-μουρητό, χασ-μουριέμαι.
ΚΟΙΤΑΖΩ
Κατά την εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας στη διάρκεια 40 και πλέον αιώνων, όπως έχουμε πει, αρχαίες λέξεις επιβίωσαν αυτούσιες ή παραλλαγμένες, άλλες εγκαταλείφθηκαν, άλλες αναβίωσαν, και άλλες σώζονται με διαφοροποιημένη σημασία.
Μια τέτοια περίπτωση σημασιολογικής αλλαγής είναι το αρχαίο ρήμα κοιτάζω. Αρχικά σήμαινε στην ενεργητική φωνή «βάζω κάποιον στο κρεβάτι, τον ξαπλώνω» και στη μέση φωνή «κοιμάμαι», γιατί προέρχεται από το ουσιαστικό κοίτη (παράγωγο τού κεῖμαι= είμαι ξαπλωμένος, όπως και το μεσαιωνικό κείτομαι), που δήλωνε το μέρος όπου κατακλίνεται κάποιος, την κλίνη ‒ αυτή η σημασία του ουσιαστικού σώζεται στις μέρες μας στη φράση «χωρισμός από κοίτης και τραπέζης».* Πολύ αργότερα, στους μεσαιωνικούς χρόνους, η λέξη κοίτη απέκτησε τη νέα έννοια, τη σημερινή, δηλαδή της κοιλότητας του εδάφους στην οποία ρέει το νερό του ποταμού. Επίσης, το ρήμα κοιτάζω ήδη τον 16ο αι. μ. Χ. έχει χάσει το παλιό του νόημα και σημαίνει ό, τι και σήμερα, «βλέπω, παρατηρώ».
Πώς εξηγείται όμως ετούτη η παράδοξη μεταβολή από την έννοια τού «πλαγιάζω» στη φαινομενικά άσχετη τού «βλέπω»; Κατά την επικρατέστερη άποψη, οφείλεται στην πρακτική των φρουρών ή των φυλάκων να έχουν την κοίτη, το κρεβάτι τους, κοντά στη σκοπιά τους, στο σημείο απ’ όπου επόπτευαν μια περιοχή.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο ρουμελιώτικο ιδίωμα διασώθηκε το ρήμα με την αρχαία σημασία του ‒ είναι γνωστό ότι στις νεοελληνικές διαλέκτους και τα ιδιώματα σώζεται πληθώρα αρχαϊσμών ‒ έλεγαν δηλαδή οι παλιοί «κτάζουμι» = κοιτάζομαι και εννοούσαν κοιμάμαι.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρωταρχικής σημασίας και χρήσης του ρήματος αντλήσαμε από το έργο του Πίνδαρου, του μεγαλύτερου λυρικού ποιητή της αρχαίας Ελλάδας, και συγκεκριμένα από έναν επινίκιο ύμνο του (ἐπίνικον), τον δέκατο τρίτο Ολυμπιόνικο. Με την ωδή αυτή ο ποιητής εγκωμιάζει κάποιον Ξενοφώντα από την Κόρινθο, γόνο ευγενούς οικογένειας, για τις νίκες του στους Ολυμπιακούς αγώνες τού 464 π. Χ. στο πένταθλο και στο αγώνισμα του δρόμου.
Στην αρχή του ποιήματος ο Πίνδαρος επαινεί την Κόρινθο, την πατρίδα του ολυμπιονίκη, και στη συνέχεια τον ίδιο και την οικογένειά του, αναδεικνύοντας τις πολλές και λαμπρές νίκες μελών της στο παρελθόν. Κατόπιν ανατρέχει στους μυθικούς χρόνους και υμνεί προγόνους και ήρωες των Κορινθίων, μεταξύ των οποίων και τον Βελλεροφόντη. Ιστορεί ότι η Αθηνά εμφανίστηκε στον ύπνο του Βελλεροφόντη και του παρέδωσε χρυσοστόλιστο χαλινάρι για να συλλάβει και να τιθασεύσει τον φτερωτό Πήγασο· ότι αμέσως μετά, ο ήρωας πήγε χαρούμενος και βρήκε τον μάντη του τόπου και του αφηγήθηκε τι συνέβη ‒ ακολουθούν οι παρακάτω στίχοι που παραθέτουμε στο πρωτότυπο:
ὣς τ’ ἀνὰ βωμῷ θεᾶς
κοιτάξατο νύκτ’ ἀπὸ κείνου χρήσιος, ὣς τέ οἱ αὐτὰ
Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς ἔπορεν
δαμασίφρονα χρυσόν.
Σε μετάφραση:
πως δηλαδή τη νύχτα στο βωμό πλάγιασε της θεάς
με την υπόδειξή του, και πως αυτή,
η κόρη του κεραυνοβόλου Δία,
του ’δωσε τον χρυσό που την καρδιά δαμάζει του αλόγου.
Πολύ μικρό το απόσπασμα, όμως τα δύο μεγαλοπρεπή επίθετα ἐγχεικέραυνος (← ἔγχος =δόρυ + κεραυνός) και δαμασί-φρων (← δαμάω, άλλος τύπος τού δαμάζω ( όπως και το δάμνημι που συναντήσαμε σε προηγούμενη ανάρτησή μας ) + φρήν, φρενός, φρένες= καρδιά) μαρτυρούν το υψηλό ύφος, το μεγαλείο που διακρίνει τις δημιουργίες του κορυφαίου ποιητή.
* Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι από το ρήμα κοιτάζω προήλθε η μεσαιωνική λέξη κοίτασμα με την αρχική έννοια της κλίνης, του κρεβατιού. Από δε τη λέξη κοίτη σχηματίστηκε το μεταγενέστερο υποκοριστικό της κοιτίς, η νεότερη κοιτίδα, που αρχική σήμαινε «κουτάκι», αργότερα «κούνια, κρεβατάκι» και τέλος «πατρίδα» και «γενέτειρα».
ΆΙ ΣΤΟΝ ΚΟΡΑΚΑ
Η ύβρις «άι στον κόρακα» που εκτοξεύουμε – χωρίς να γνωρίζουμε το ακριβές νόημά της – είναι μετάφραση της φράσης ἐς κόρακας, που μας έρχεται κατευθείαν από την αρχαιότητα και η οποία συνήθως απαντά ενταγμένη σε κατάρες διαφόρων μορφών, όπως βάλλ’ ἐς κόρακας, ἔρρ’ ἐς κόρακας κ. ά. Προέρχεται, δε, από τη συνήθεια των αρχαίων να αφήνουν άταφους τους κακούργους, για να γίνουν τροφή για τα κοράκια. Και το να μείνει άταφος ένας νεκρός θεωρούνταν μεγάλη ατιμία, μέγιστο κακό, γιατί πίστευαν ότι η ψυχή του πλανιόταν έξω από τον ΄Αδη χωρίς να βρίσκει ανάπαυση. Από αυτή τη φράση προέρχεται και το ρήμα της ύστερης αρχαιότητας ἀποσκορακίζω, που σώζεται ώς τις μέρες μας. Αλλά και το επιφώνημα άι – άε (= άντε, τράβα ) έχει αρχαία προέλευση, την προστακτική ἄγε του ρήματος ἂγω (= οδηγώ), η οποία ως επίρρημα σημαίνει «εμπρός!», «λοιπόν!». Εδώ θα παρουσιάσουμε τη φράση ἐς κόρακας όπως τη λέει ο αριστοφανικός Σωκράτης σε έναν στίχο από την κωμωδία Νεφέλες. Με τις Νεφέλες ο Αριστοφάνης αντιτάσσεται στο νεωτεριστικό ρεύμα των σοφιστών, που είχε εμφανιστεί τον 5ο αι. π. Χ. στην Αθήνα. Οι σοφιστές, άτομα εξαιρετικά ευφυή και πολυμαθέστατα, δημιούργησαν τον πρώτο, τον ελληνικό, διαφωτισμό, φέρνοντας μαζί τους και το καλό αλλά και το κακό, θαυμαστές γνώσεις αλλά και ηθικούς κινδύνους. ΄Ανοιξαν προοπτικές σε όλες τις περιοχές του πνεύματος και εγκαινίασαν νέους επιστημονικούς τομείς, τη ρητορική, τη γραμματική και τη φιλολογία, τη λογική, την ψυχολογία και την κοινωνιολογία. Συγχρόνως όμως στρέφονταν κατά της αντικειμενικής αλήθειας, ερμήνευαν ορθολογικά τη θρησκεία και αντιμετώπιζαν κριτικά τους μύθους, επιφέροντας τον κλονισμό του συστήματος των σταθερών, απόλυτων αξιών του παρελθόντος και την υποχώρηση της παραδεδομένης ηθικής. Γι’ αυτό χαρακτηρίστηκαν επικίνδυνοι, πολεμήθηκαν και κατασυκοφαντήθηκαν. Έβρισκαν μεγάλη απήχηση ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, τους οποίους εφοδίαζαν με προσόντα για να πετύχουν στην πολιτική κονίστρα, διδάσκοντάς τους έναντι αδράς αμοιβής τα πάντα, πρωτίστως τη ρητορική και την ἐριστικήν, την τέχνη της αντιλογίας.
Το παράδοξο είναι ότι ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες παρουσιάζει τον αντισοφιστή Σωκράτη ως εκπρόσωπο των σοφιστών. Ωστόσο η εξομοίωση αυτή είναι εξηγήσιμη, καθώς ο Σωκράτης είχε στοιχεία που έδιναν την εντύπωση ότι δεν διέφερε από τους σοφιστές. Ήταν κι αυτός δεινός χειριστής του λόγου, συναναστρεφόταν τους νέους, συζητούσε για όλα τα θέματα που είχαν σχέση με τον άνθρωπο και έθετε σε διαρκή αμφισβήτηση τις γνώσεις των συμπολιτών του, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των συντηρητικών κύκλων της Αθήνας.
Ας περάσουμε όμως στην υπόθεση της κωμωδίας. Ένας αγαθός αγρότης, ο Στρεψιάδης, πνίγεται στα χρέη από τα καμώματα του ακαμάτη γιου του, του Φειδιππίδη. Η μόνη ελπίδα σωτηρίας που έχει είναι να τον στείλει να σπουδάσει τη σοφιστική στο σπουδαστήριο του Σωκράτη, για να μάθει τη στρεψοδικία και έτσι να νικά στις δίκες απαλλάσσοντας τον πατέρα του από τα χρέη. Ο Φειδιππίδης αρνείται, και ο έρμος Στρεψιάδης αναγκάζεται στα γεράματά του να πάει ο ίδιος να γίνει μαθητής του Σωκράτη, για να διδαχθεί τον άδικο λόγο που θα τον ξελασπώσει. Ο Σωκράτης τού αναπτύσσει τις νέες ιδέες του για τις πραγματικές θεότητες, το Χάος, τη Γλώσσα και τις Νεφέλες (προσωποποίηση των νεωτεριστικών ανεδαφικών ιδεών και των αερολογιών των αργόσχολων), για τα φυσικά φαινόμενα κ.λπ., και τον κάνει δεκτό στη σχολή. Όμως ο γερο-Στρεψιάδης αδυνατεί να καταλάβει τις σοφίες του δασκάλου του, ο οποίος δυσανασχετεί με τον χοντροκέφαλο μαθητή του. Και όταν, κάποια στιγμή, ο Σωκράτης τού μιλάει για ποιητικά μέτρα, και το φτωχό μυαλό του Στρεψιάδη πάει στα μέτρα ζύγισης και σ’ έναν αλευρά που τον έκλεψε στο ζύγι, αγανακτισμένος ο φιλόσοφος του λέει:
Ἐς κόρακας,* ὡς ἂγροικος εἶ καὶ δυσμαθής.
Σε μετάφραση
Άι στον κόρακα! Βρε τι στουρνάρι και κουμπούρας είσαι συ!
Καθώς λοιπόν η συνεννόηση μεταξύ τους είναι του είδους « Γεια σου, Γιάννη, ‒ κουκιά σπέρνω», ο Σωκράτης δεν θα αντέξει για πολύ και θα διώξει τον ταλαίπωρο Στρεψιάδη από τη σχολή του.
* Η λέξη κόραξ είναι ηχομιμητική και ομόρριζη των αρχαίων κορώνη (= κουρούνα), κράζω και κρώζω.