Αν έπρεπε να δώσω σε αδρές γραμμές το στίγμα ή το διακύβευμα της εν λόγω ποιητικής συλλογής, θα έλεγα ότι δεν αφορά τόσο το γνωστό – και αγεφύρωτο – χάσμα μεταξύ πολιτικής και ποίησης, όσο το να ενεργήσει ως απόπειρα γέφυρας σ’ εκείνο το άλλο χάσμα: μεταξύ ποίησης και πολίτη.
Ανιχνεύοντας πτυχές μιας αδιόρατα ιδιότυπης ετεροτοπίας που διαφαίνεται πως πείθει να πλησιάζει, με όλα τα ανησυχαστικά έως απειλής αλλά και ανοιχτά στην σημασία και αξιοποίηση «νέα», αχαρτογράφητα σημεία που φέρει, επιχειρώντας παράλληλα να συνομιλήσει/συνδιαλλαγεί με τον ιστορικό χρόνο.
Στην πεποίθηση αυτή κατέληξα εκ των υστέρων, αφού συστάθηκε η δομή της.
Θα αντιτείνει κάποιος: αρκούν οι καλές προθέσεις, φτάνουν οι εξαγγελίες; Αρκεί το ξόρκι;
Χωρίς να αισθάνομαι πως έχω την απάντηση, σκέφτομαι την δημιουργία του έργου της μικρής φόρμας ως πράξη.
Κι ας είναι βέβαιο πως το δυστύχημα εν προκειμένω είναι το ότι ο επείγων χαρακτήρας ενός τέτοιου διακυβεύματος σαν αυτό για το οποίο μιλάμε δεν είναι καθόλου αυτονόητος∙ αλλά πολλώ δε μάλλον τότε.
Γιάννης Γαλανάκης
‘:
Νυχτερινά νερά
Οι άταφοι ζωντανοί, ξαφνικά, εκλείπουν·
Σωπαίνουν όλες οι γεννήτριες του φόβου.
Γύρω χωράφια με σωρούς καβουρντισμένου
καφέ που καίγονται.
Κλεισμένο σε επίπεδο φάκελο άγριο σκυλί
Που γαβγίζει, ένα χέρι μπαινοβγαίνει στην καρδιά μου,
Το διπλώνει, το χαϊδεύει χωρίς να το τσακίζει.
Στέκομαι σε αβαθή νυχτερινά νερά·
Μπροστά μου μια μεγάλη καρδιά φάλαινας
συσπάται ημιφωτισμένη,
Ένα συλλογικό αντικείμενο μαζί της πάλλεται
κι η κάθε λέξη, η ανέτοιμη,
Έτοιμη με όλες τις γραμματικές προθέσεις να βάλλει·
Απροσδιόριστοι υποκινητές, μουγκές συνέργειες,
Με ηλεκτρίσματα το έρεβος σκιρτά,
Σαν άπιστη ποίηση μας παρασύρει
(φάλαινα δεν υπάρχει πουθενά),
Κοπάζει το άγριο σκυλί·
Η ρηχή τσέπη, μικροκινήσεις, κλωτσάνε
την ταυτότητα – δεν πιστοποιεί.