Η Ανθούλα Δανιήλ μεταξύ άλλων γράφει στο περιοδικό “Περί ου”
«……Γράφοντας τα 137 χαϊκού και σχεδιάζοντας τα 35 σχέδια, γράφει ποιήματα και ζωγραφίζει συναισθήματα, στοχάζεται πάνω στα φαινόμενα της καθημερινής ζωής αλλά και στα αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα που απασχόλησαν τον άνθρωπο και τον απασχολούν ακόμη, για τη φύση και τους ανθρώπους, δίνοντας υπόσταση λεκτική στα αφανή, μετατρέποντας τα ανόργανα σε οργανικά, εμψυχώνοντας εν τέλει τα πάντα. Τον απασχολεί «ο κόσμος των πραγμάτων», όπως έλεγε σε προηγούμενη συλλογή του, «ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», όπως , θα λέγαμε με τη σκέψη μας στον Καρυωτάκη. Εκείνος, βέβαια, ήταν αστός, ποιητής του εσωτερικού χώρου, κλειστός, ενώ ο Στεφανάκις, ας πούμε, φυσικός, έχει σχέση με το χώμα και το νερό, τη σκληρή αλλά και κυριολεκτικά ουσιαστική ζωή, οπότε προσπαθεί να φτάσει στα άφταστα μέσα από τη δική του καλλιτεχνική οδό που εκκινεί από το γραφείο, στο οποίο γράφει το ποίημα ή το εργαστήριο, όπου καλλιτεχνεί το εικαστικό του για ανοιχτεί στους ουρανούς, στα σύννεφα, στα άστρα και το φεγγάρι και να μας τα προσφέρει στα χαϊκού του, μικρές κυψέλες από τις οποίες ρέει ψυχικό μέλι.
Μινιατούρες, ποιητικά κομψοτεχνήματα στις οποίες αναδεικνύεται η ασήμαντη λεπτομέρεια ως μέρος του μεγαλειώδους όλου. Το μικρό και το μεγάλο σε διάλογο…»
Ο Ζαχαρίας Στουφής στην ιστοσελίδα fractal, από τα πολλά που γράφει σημειώνουμε:
«…..Η εικόνα στην ποίηση του Γ. Στεφανάκι είναι έντονη και πολυεπίπεδη, δηλαδή ποιητική. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει αναπόφευκτα, μιας και ο ίδιος, εκτός από ποιητής είναι και εικαστικός καλλιτέχνης. Για όσους γνωρίζουν το ζωγραφικό- χαρακτικό του έργο, θα συναντήσουν σε αυτό το βιβλίο, ποιήματα χαϊκού που περιγράφουν στο μικρό τους μέγεθος, κάποιο από τα εικαστικά έργα του. Εδώ, και πάλι αναπάντεχα, θα παρομοίαζα το «φαινόμενο Στεφανάκις» με την περίπτωση του Ν. Εγγονόπουλου. Το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της εικόνας είναι μια τεράστια πρόκληση για τους καλλιτέχνες όλων των καλών τεχνών. Ο Γ. Στεφανάκις, όπως αποδεικνύετε από το έργο του, το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, έτσι χειρίζεται την εικόνα με τρόπο μοναδικό και ιδιαίτερο σε όλα τα πεδία της τέχνης που έχει εμπλακεί…»
Οι αναφορές μου στους, Καζαντζάκη, Κορνάρο και Εγγονόπουλο, παρόλο που είναι εντελώς συνειρμικές δεν είναι καθόλου τυχαίες. Είναι που θέλω με κάθε τρόπο να τονίσω το στοιχείο της ελληνικότητας στο σύνολο του έργου του. Υπάρχει όμως και ένα αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό στοιχείο στο έργο του Γ. Στεφανάκι που δεν απουσιάζει και από το εν λόγω βιβλίο. Σε όλο του το έργο συναντάμε τη δύναμη και την ορμή ενός νέου ανθρώπου, ενός οραματιστή και μαχητή. Παρόλο που ο ποιητής μας έχει περάσει την μέση ηλικία και παρόλο που η εικόνα της εγκατάλειψης και της φθοράς του χρόνου, δεν απουσιάζει από το έργο του, αυτός δεν εγκλωβίζει την ποίησή του στους μάταιους απολογισμούς και στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Ο Γ. Στεφανάκις και την «ώριμη περίοδο» του έργου του, την αναλώνει στο όραμα χωρίς να ιστορεί και να νοσταλγεί. Πατώντας γερά και αντλώντας από τις πανάρχαιες ρίζες του, κατασκευάζει ξανά και ξανά το νεανικό όραμά του. Ένα όραμα εντελώς προσωπικό μα τόσο έντιμα αποδομένο που καθίσταται οίκου…»
Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής στο περιοδικό Φρέαρ σημειώνει μεταξύ άλλων:
«Ένα ποτάμι κατεβαίνει με ορμή (σ. 14), κεραίες τοτέμ υψώνονται σε ψηλά κτίρια (σ. 15), γκρίζοι ουρανοί με σύννεφα (σ. 14) που λούζονται στη θάλασσα (σ. 10), χρόνος άχρονος (σ.16), με απορρίμματα απελπισίας (σ. 16), οι μέλισσες σκορπούν μέλι στο πέρασμά τους (σ. 20) και ένας λύκος αγρυπνά σε πυκνό σκοτάδι (σ. 18). Αυτός είναι ο ισχυρά εικονοπλαστικός, μεταφορικός και μαγικά μεταμορφωτικός κόσμος του Στεφανάκι.
Είναι ένας κόσμος έντονος, χρωματισμένος με συναισθήματα, ποιητικός, υπαινικτικός, στιγμιαία φωτισμένος με τα φλας των χαϊκού που αναβοσβήνουν.
Δεν είναι απλές εικόνες αυτά που περιγράφονται στα σύντομα χαϊκού, ούτε δηλώσεις συναισθημάτων, όπως συνηθίζεται, είναι συνθέσεις νοημάτων, περιγραφών και ψυχικών εντάσεων, και αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη μαεστρία για να γίνει.
Δεν είναι εύκολο να συγκεκριμενοποιήσουμε τα νοήματά τους δείχνοντάς τα περιοριστικά, αφού είναι ηθελημένα γενικά και δύναται να ερμηνευτούν διαφορετικά από κάθε αναγνώστη, αλλά θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε μερικές πολυσημίες, για να δώσουμε, έστω και φευγαλέα, το στίγμα του βιβλίου
Ένα ποτάμι
με ορμή κατεβαίνει
πέτρες σμιλεύει…»
(σελ. 14)