Ο Αϊ-Βασίλης στους Εμυαλούς
Τα παιδιά στα χωριά δεν αγαπούν πολύ το χιόνι. Στην αρχή το χαίρονται λιγάκι, παίζουν χιονοπόλεμο, φτιάχνουν και κανένα χιονάνθρωπο που τις πιο πολλές φορές μοιάζει με σκιάχτρο. Αλλά μετά φορτώνονται δουλειές, καθαρίσματα, φτυαρίσματα, φαγητό και νερό για τα ζώα. Οι δρόμοι και τα μονοπάτια γεμίζουν λάσπη και από τα κλαριά των δέντρων κρέμονται κρύσταλλα που στάζουν. Και αν σου πέσει καμιά σταγόνα μέσα στο σβέρκο και κυλήσει στην πλάτη, τουρτουρίζεις.
«Τυχερά τα παιδιά της Καλαμάτας. Το σχολείο τους είναι κοντά στο σπίτι, δεν έχουν αγροτικές δουλειές, έχουν και πολλά βιβλία…», σκεφτόταν ο Νίκος καθώς κατέβαινε το λασπωμένο μονοπάτι μέσα από το Δασάκι, για να πάει στο Σχολαρχείο της Αρτεμισίας.
Ο Νίκος ήταν ένας συνεσταλμένος δεκαπεντάχρονος από τους Εμυαλούς, ένα μικρό χωριό του Ταΰγετου. Εδώ που τα λέμε τι χωριό, ένας μικρός μαχαλάς ήτανε, 200 μέτρα από το κανονικό χωριό, το Καρβέλι. Αγαπούσε τα γράμματα και το διάβασμα, ήταν ρομαντικός, τραγουδούσε και γρατζούναγε λίγο το μαντολίνο που του δάνειζε καμιά φορά ο νονός του. Ήταν ο μόνος έφηβος του χωριού που πήγαινε στο Σχολαρχείο, φέτος μάλιστα το τέλειωνε. Μισή ώρα ποδαρόδρομο να πας κι άλλη μισή να γυρίσεις, δεν ήταν δα και τίποτα το δύσκολο, αν ήταν καλός ο καιρός. Το χειμώνα όμως, όταν είχε βροχή ή χιόνι…
Ήταν η πρώτη μέρα μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Σε λίγο έφτασε στο Σχολαρχείο, μπήκε στη ζεστή από την ξυλόσομπα αίθουσα και κάθισε στο πίσω μέρος, όπου κάθονταν τα παιδιά της τελευταίας τάξης. Πιο μπροστά κάθονταν οι μικρότεροι, δεν υπήρχαν ξεχωριστές αίθουσες για τα λιγοστά παιδιά της κάθε τάξης. Άρχισε έτσι μια ακόμα σχολική μέρα σαν όλες τις άλλες.
Την τελευταία ώρα ο φιλόλογος κύριος Ρουσσάκης τους έβαλε να γράψουν μια έκθεση ή μια ιστορία, ένα κείμενο τέλος πάντων με οποιοδήποτε θέμα ήθελαν, αρκεί να είχε σχέση με τις γιορτές που πέρασαν. Πίστευε ότι το γράψιμο βοηθούσε πολύ τα παιδιά στο να μάθουν σωστά Ελληνικά και να πλουτίσουν το φτωχό τους λεξιλόγιο, πάντα με τη δική του τη βοήθεια βέβαια. Ο Νίκος χάρηκε, έγραφε καλές εκθέσεις, έκανε ωραία γράμματα και πολύ λίγα ορθογραφικά λάθη. Έγραφε και γρήγορα, κάτι που εκείνη την ημέρα ήταν πολύ σημαντικό. Αν έφευγε νωρίς θα μπορούσε να προλάβει το φορτηγό του Δασαρχείου, που ο οδηγός ήταν συγχωριανός του, και να πάει με αυτό ως το Δασάκι. Έτσι θα γλίτωνε ένα τέταρτο ποδαρόδρομο μέσα στο κρύο. Μέσα σε είκοσι λεπτά λοιπόν τέλειωσε την ιστορία του και την παράδωσε στον κύριο Ρουσσάκη. Εκείνος τον κοίταξε με συμπάθεια και είπε:
-Γιατί βιάζεσαι τόσο Νίκο, σίγουρα θα μπορούσες και καλύτερα! Για περίμενε να ρίξω μια ματιά…
Ο γερο-φιλόλογος τέλειωσε το πρώτο βιαστικό διάβασμα και σκούπισε με τρόπο ένα δάκρυ από τα μάτια του. Ήξερε ότι ο πατέρας του Νίκου είχε σκοτωθεί, μερικά χρόνια νωρίτερα. Ίσως η ιστορία αυτή ήταν κάποια φανταστική ανάμνηση από τις τελευταίες γιορτές που έκανε μαζί του…
-Ωραία η ιστορία σου βρε Νίκο, αλλά θα γινόταν πιο πειστική αν έγραφες και κάτι πραγματικό, κάτι ρεαλιστικό που λέμε στη Λογοτεχνία. Να, ας πούμε, πόσα ήτανε τα σπίτια του χωριού, ώστε να μην ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ, μέσα στην κρύα νύχτα, ο κυρ-Γιάννης;
-Το σκέφτηκα κύριε, αλλά πρόσεξα ότι αυτό βγαίνει από την περιγραφή… μουρμούρισε ο Νίκος.
-Καλά τότε, φύγε εσύ και θα την ξανακοιτάξω προσεκτικά μετά το σχόλασμα.
Ο Νίκος έφυγε τρέχοντας. Σε λίγο ο κύριος Ρουσσάκης συναντούσε στο δωματιάκι που είχαν για γραφείο των καθηγητών τον μαθηματικό, τον κύριο Ροβολή.
Του διηγήθηκε το περιστατικό, γιατί ήξερε ότι ο Νίκος ο Καρβέλης ήταν ο πιο αγαπημένος του μαθητής. Μάλιστα του είχε δώσει και ένα δικό του βιβλίο να διαβάσει στις διακοπές, ένα μικρό βιβλίο για τις αλγεβρικές ταυτότητες, που ήξερε ότι τον Νίκο τον ενδιέφεραν πολύ.
-Κάθισε βρε Παναγιώτη να σου διαβάσω την ιστορία, μήπως εσύ καταλάβεις τι ήθελε να πει. Πώς βγαίνει πόσα σπίτια είχε το χωριό από την περιγραφή, χωρίς να υπάρχει κανένας αριθμός;
Ο κύριος Ρουσσάκης έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να διαβάζει την έκθεση.
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το κρύο ήταν τσουχτερό. Στους Μυαλούς επικρατούσε σκοτάδι και απόλυτη ησυχία. Οι κάτοικοι του χωριού είχαν από νωρίς κουκουλωθεί στα κρεβάτια τους, προσπαθώντας να ζεσταθούν. Οι καρδιές τους όμως ήταν παγωμένες, αφού και φέτος αναγκάστηκαν να πουν στα παιδιά να μην περιμένουν τον Αϊ-Βασίλη. Το μικρό χωριό ήταν πολύ φτωχό.
Ο κυρ-Γιάννης και η κυρά-Αστρινή είχαν το πρώτο σπίτι στην είσοδο του χωριού, μέσα στη ρεματιά, κάτω από το δρόμο που έβγαζε στο Καρβέλι. Είχαν και τρία παιδιά, τον Κώστα, τη Νικολέτα και το Νίκο.
Ο κυρ-Γιάννης στριφογύριζε εδώ και ώρα πάνω στο αχυρόστρωμα. Πού να τον πάρει ο ύπνος! «Πάλι θα ξεγελάσω τα παιδιά μ΄ ένα μπαλόνι από τη φούσκα του γουρουνιού», σκεφτόταν πολύ στενοχωρημένος.
Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία της νύχτας, του φάνηκε σαν να άκουσε κάποιους ήχους, σαν από κουδουνάκια. Την ίδια στιγμή, από τις χαραμάδες του παράθυρου και της πόρτας, ένα ασθενικό φως έσπασε το σκοτάδι στο παραγώνι. Σηκώθηκε απορημένος, φόρεσε την κάπα του και βγήκε στην πόρτα. Τι να δει! Έξω από το σπίτι του ήταν ένα μεγάλο έλκηθρο με πολλά λαδοφάναρα με πολύχρωμα τζαμάκια, που το έσερναν δυο μεγαλόσωμα ζώα με κέρατα, σαν ελάφια. Ήταν φορτωμένο ως επάνω με δέματα και κουτιά, δεμένα με χρωματιστές κορδέλες. Και δίπλα, χαμογελαστός και καλοσυνάτος, ο ίδιος ο Αϊ-Βασίλης!
«Σίγουρα με γελάνε τα μάτια μου» σκέφτηκε και τα έτριψε με τα δυο του χέρια. Όμως ο Αϊ-Βασίλης δεν τον άφησε άλλο στην απορία του.
«Έλα να με βοηθήσεις να κουβαλήσουμε αυτό το δέμα στο σπίτι σου και μετά θα σου πω τι θα κάνεις.»
Ο κυρ-Γιάννης, σαν υπνωτισμένος, πλησίασε και βοήθησε το γέροντα να μεταφέρουν μέσα στο σπίτι το δέμα, που ήταν ένας μεγάλος κανονικός κύβος δεμένος με κόκκινη κορδέλα. Ο Αϊ-Βασίλης του είπε:
«Εγώ πρέπει να φύγω αμέσως, έχω πολύ δουλειά απόψε. Εσύ άνοιξε το δέμα, έχει μέσα κουτιά με δώρα για παιδιά. Κράτησε ένα κουτί για τα δικά σου και τα άλλα μοίρασέ τα στα πιο φτωχά σπίτια του χωριού, όποια νομίζεις εσύ. Αλλά μοίρασέ τα δίκαια, πρέπει να δώσεις από ίσα στο κάθε σπίτι που εσύ θα διαλέξεις. Φεύγω τώρα, καλή χρονιά…»
Ο κυρ-Γιάννης στάθηκε για λίγο σαν υπνωτισμένος στο κατώφλι, κοιτώντας το έλκηθρο που απομακρυνόταν μέσα στη νύχτα. Ο ήχος από τα κουδουνάκια του, που έσβηνε σιγά-σιγά, ακουγόταν στα αυτιά του σαν μουσική αγγέλων και τα φωτάκια τού ζέσταιναν την καρδιά του. Γρήγορα συνήλθε και ξαναμπήκε στο παραγώνι. Χουχούλιασε με την ανάσα του τα παγωμένα δάχτυλά του, έλυσε την κόκκινη κορδέλα και ξετύλιξε το χρωματιστό χαρτί. Όπως του είχε πει ο Αϊ-Βασίλης, το μεγάλο δέμα είχε μέσα κάμποσα κουτιά, ίδιοι κανονικοί κύβοι όλα τους, χτισμένα έτσι ώστε να φτιάχνουν το μεγάλο κύβο, χωρίς κανένα κενό. Ο κυρ-Γιάννης έβγαλε στην άκρη ένα κουτί και μέτρησε στα γρήγορα τα υπόλοιπα. Μετά άρχισε να σκέφτεται και να λογαριάζει.
«Αν δώσω στο Μήτσο και στο Γιώργη, δε γίνεται να πάρουν από ίσα. Αν δώσω και στο Θανάση, πάλι τίποτα. Να βάλω και το Θοδωρή, ούτε έτσι γίνεται…». Κατάλαβε στο τέλος ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ώστε να πάρουν όλοι από ίσα, ήταν να αφήσει από ένα κουτί σε κάθε σπίτι του χωριού.
«Σοφός ο Αϊ-Βασίλης», σκέφτηκε, «έτσι όλοι θα πάρουμε από ένα, τι πιο δίκαιο! Όλοι φτωχοί και άμοιροι είμαστε, ας χαμογελάσει τουλάχιστον το χειλάκι όλων των παιδιών του χωριού, χρονιάρα μέρα…»
Και με τις σκέψεις αυτές ξεκίνησε με ξαλαφρωμένη την καρδιά να κάνει το χρέος του, αφού πρώτα άφησε ένα κουτί κάτω από το μεγάλο ξύλινο κρεβάτι που κοιμόντουσαν τα παιδιά του. Πέρασε από όλα τα σπίτια του χωριού και άφησε από ένα κουτί στο καθένα, ούτε κρύο ούτε κούραση καταλάβαινε.
Άλλωστε μικρό ήταν το χωριό και λιγοστά τα σπίτια του …
Όταν τέλειωσε το διάβασμα, ο κύριος Ροβολής σκέφτηκε λιγάκι και χαμογέλασε.
-Μα και βέβαια! Το λέει καθαρά το παιδί πόσα σπίτια έχει το χωριό Γιώργη, πρόσεξε να σου εξηγήσω. Θυμάσαι λίγο και τα Μαθηματικά σου, έτσι δεν είναι; Ό,τι δεν καταλαβαίνεις να με ρωτάς και θα στο εξηγώ. Δώσε μου ένα μολύβι. Έστω λοιπόν ότι χωράνε κ κουτιά σε κάθε ακμή του κύβου. Τότε όλα τα κουτιά, άρα και τα σπίτια μαζί με του κυρ-Γιάννη, είναι κxκxκ=κ3, αυτό σίγουρα θα το θυμάσαι.
-Φυσικά, αυτό είναι στοιχειώδες.
-Ωραία. Επομένως ο κυρ-Γιάννης έχει να μοιράσει κ3-1 κουτιά, αφού πρώτα θα κρατήσει ένα δικό του. Αυτό όμως που γράφει ο Νίκος, ότι «το μόνο που μπορούσε να κάνει, ώστε να πάρουν όλοι από ίσα, ήταν να αφήσει από ένα κουτί σε όλα τα άλλα σπίτια του χωριού», σημαίνει ότι ο κ3-1 είναι πρώτος αριθμός. Θυμάσαι ποιοι είναι οι πρώτοι;
-Αυτοί που δε διαιρούνται ακριβώς με κανέναν αριθμό, εκτός από τη μονάδα και τον εαυτό τους;
-Πολύ ωραία, έτσι είναι, πάμε παρακάτω. Είναι όμως κ3-1=κ3-13. Θυμάσαι την ταυτότητα για τη διαφορά δυνάμεων με ίδιους εκθέτες;
-Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι α2-β2 =(α-β)(α+β).
-Σου θυμίζω λοιπόν ότι κάθε τέτοια τέτοια διαφορά δυνάμεων διαιρείται με τη διαφορά των βάσεων. Ο Νίκος θα το έμαθε από το βιβλίο που του δάνεισα για τις διακοπές. Αφού λοιπόν ο κ3-1 είναι πρώτος και διαιρείται με τον κ-1, είναι κ-1=1. Οπότε τι έχουμε;
-Οπότε είναι κ=2, είπε ενθουσιασμένος ο κύριος Ρουσσάκης. Και βέβαια τότε είναι κ3=8. Τόσα ήταν λοιπόν τα λιγοστά σπίτια στο μικρό χωριό του Νίκου! Δίκιο είχε το παιδί…
Τούτη τη φορά ο γερο-φιλόλογος δε νοιάστηκε να κρύψει το δάκρυ που κύλησε απ΄ τα μάτια του.
Δεκέμβρης 2020