Πιλάτος και Κλαυδία
Σαν ν’ άρχισε να μου αρέσει
του Επιτρόπου Ιουδαίας η θητεία, ω Κλαυδία.
Όχι, δεν είναι τα πολύτιμα, τα πορφυρά ενδύματα
ούτε τα εξαίσια αρώματα του κέδρου
που με θέλγουν.
Αυτά θα τα ’χαμε κι αλλού
και καθαρότερα, το δίχως άλλο:
είναι καυτός ο ήλιος κάτω εδώ,
παχιά η σκόνη της ερήμου
και ο λαός ένα ακαλαίσθητο σινάφι
που κραυγάζει «ωσαννά»
στην πρώτη ευκαιρία.
Όχι, δεν είναι οι ανέσεις-
είναι που άρχισα να εκτιμώ
τη σημασία που έχει
να εκφράζεις τις βουλές
του θεϊκού Αυγούστου μας, ενδόξου Τιβερίου,
βουλές σταλμένες απ’ τα πέρατα στα πέρατα της Οικουμένης.
Ξέρω, θα πεις πως τις προάλλες
έξαλλος
λοιδορούσα τις παλινωδίες του.
Συμπάθα με, μα ήταν αντιδράσεις της στιγμής,
το ξέσπασμα ενός παιδιού, η άρνησή του να ωριμάσει επιτέλους.
Δέξου, λοιπόν, την αμετάκλητη απόφασή μου να ταχθώ αναφανδόν
στης λογικής το μέρος.
Έτσι κι αλλιώς, αγαπητή Κλαυδία, την Ιστορία θα τη γράφουν πάντα οι άλλοι,
κι οφείλει να γνωρίζει ο καθένας τη σειρά του…
Σου αρέσει το καινούριο μας ανάκλιντρο;
Απόκτημα εξαίσιο. Με σκάλισμα περίτεχνο. Ιδανικό για τούτο το Πραιτώριο.
Ξάπλωσε το κορμί σου κι αναπαύσου. Δε θ’ αργήσω.
Μου ’φέραν κάποιον που δηλώνει
«Βασιλεύς των Ιουδαίων».
Ακόμη μία υπόθεσις γελοία, εξόχως ιουδαϊκή.
Μα είπαμε:
Η Ιστορία γράφεται από άλλους. Κι εμείς ακολουθούμε.