ΣΠΟΥΔΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
“να που μ’ αρέσει κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου, τόσο υπομονετικό
τόσο αβίαστο, σαν να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά”
Γιώργος Σεφέρης, Ωραίο φθινοπωρινό πρωί, Στο Ποιήματα, Αθήνα: Ίκαρος, σελ. 158, στ. 27-8
Πριν είκοσι τόσα χρόνια στο Περτούλι,
ένα ωραίο φθινοπωρινό πρωί,
στάθηκα να ρεμβάζω με τις ώρες,
σε κάποιο καταπράσινο λιβάδι,
καμιά εικοσαριά γελάδες:
πώς έβοσκαν τον διάφανό τους χρόνο
μαζί με χόρτο δροσερό.
Γαλήνη κι ηρεμία μες στην τρέλα
της νιότης μου που άσθμαινε ξυλάρμενη
ανάμεσα σε πάθη κατ’ επικαρπίαν
και ενοχές σε κυριότητα ψιλή.
Πού να ’ξερα, ο δόλιος,
ότι κανένας πουθενά δε φτάνει,
όσο κι αν τρέχει.
Το έγραφε το ποίημα, στον στίχο είκοσι οχτώ.
Όμως, καθώς δεν ήμουν τότε
αγελάδα ή βουβάλι,
σταμάταγα συνήθως στα μισά.