ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ
Όσο πάει και ρηχαίνει το όνειρο.
Κολυμπούσες για χρόνια
με κινήσεις θριάμβου,
απλωτές και περήφανες
σε γαλάζια νερά.
Όμως,
ξάφνου τα χέρια σου
τον βυθό χαστουκίζουν.
Το νερό πώς θολώνει!
Και η άμμος μελίσσι
τρέχει να ξανασμίξει
την αμμώδη ακτή,
χους εις χουν
και στη μέση εσύ,
που ‘χες χρόνια ξεχάσει
πως δεν είσαι η θάλασσα,
να ελπίζεις
πως έπονται κι άλλα
απροσμέτρητα βάθη,
να ζητάς να εκτείνεις
λίγο ακόμη το χέρι σου,
αλλά τούτο ολοένα να θάβεται
κι όσο πάει να ρηχαίνει
το νερό
και το όνειρο.