ΑΛΟΝΣΟ ΚΙΧΑΝΟ
Κι έτσι σιγά σιγά, μέρα τη μέρα,
τα λησμόνησε όλα:
πρώτους αυτούς που έφυγαν ηττημένοι,
τον ποιητή, τον δάσκαλο και τον καιόμενο·
έπειτα όσους καταφέραν κι επιστρέψανε αγέραστοι,
μ’ ίδια κοστούμια και χαμόγελα,
με απαράλλαχτες χειρονομίες.
Απώθησε τον δανειστή και τον τελώνη
κι εκείνον τον στυγνό απογραφέα που τον κυνηγούσε στα στερνά του.
Αραιά και πού θυμότανε την ομορφιά,
σαν άκουγε να κελαηδά κάποιο ξυλάρμενο πουλί
ή όταν σήκωνε τα μάτια προς τη βουκαμβίλια.
Ξέχασε κι όσα έπρεπε να μάθει μα ποτέ δεν έμαθε.
Λησμόνησε και όσα έζησε χωρίς να τα αξίζει.
Απίθωσε τα προσωπεία που του φόρεσαν κι εκείνα που επέλεξε μονάχος.
Ήρθε ο καιρός που δε θυμόταν ούτε τα παιδιά του.
Τα συναντούσε ξαφνικά μπροστά του, πρόσωπα νέα, χωρίς ανάμνηση κοινή,
άχρονα όντα.
Το μόνο όνομα που πλήρωνε τη μνήμη του ως το τέλος
ήτανε της πατρίδας του,
το βάρος που του όρισαν να κουβαλάει.
Κι αλήθεια, δεν το πρόδωσε το χρέος του!
Είδανε πως τρεμόπαιξαν τα χείλη του την ώρα που παρέδιδε το πνεύμα.
Ίσα που πρόφερε ένα ξεψυχισμένο έψιλον ‒και πέθανε.