ΦΟΒΟΣ
Ι
Φοβάμαι για εκείνο το παιδί που περιμένει σιωπηλό
να του χαρίσω το αύριο,
μα εγώ το προσπερνώ σαν βεβαιότητα,
σαν δευτερόλεπτο προτού μεσημεριάσει.
II
Φοβάμαι και για τα παιδιά που αδημονούν να μεγαλώσουνε,
ατρόμητα μονάχα στον καθρέφτη τους απέναντι
‒ άκουσαν άραγε πως είναι αργυραμοιβός ο Χρόνος;
ΙΙΙ
Φοβάμαι την οργή σου, την οργή μου, την οργή μας,
πικρό ορό ενδοφλεβίως χορηγούμενο
‒ πώς δεν προσέξαμε μέσα σε τούτο τον λαβύρινθο
πως κάθε σωληνάκι καταλήγει
στα δικά μας χέρια;
IV
Φοβάμαι τη ζωή την ανεόρταστη,
με νότες livestream, κι αναπολώ
τα βράδια που ανάσες μοιραζόμασταν παράφωνα,
για να μη νιώθει μοναχή ούτε μία ψυχούλα.
V
Φοβάμαι και τον φόβο που το στόμα μας στομώνει
‒ ατμός οι αναρτήσεις μας, κι εμείς
εικόνα παγωμένη.
VI
Φοβάμαι, τέλος, πως αυτά ποίηση δε λογιούνται.
Παρηγοριά μου πως κανείς δε θα διαβάσει τα στιχάκια μου,
κι έτσι θα μείνω μόνος με τους φόβους μου,
να έχω να πορεύομαι χωρίς ακόμη έναν φόβο.