Και τότε έσκυψε στη λίμνη, για να δει το πρόσωπό του. Και είδε: τον κύρη του να παίζει με το ομοίωμά του μαριονέτες· τη μάνα άγγελο της συμφοράς, κι αυτός να ασφυκτιά μες στις φτερούγες της· φίλους κι αδέλφια να συνωστίζονται στον θρόνο του μπροστά, να τους χαρίσει άφεση και ευλογία. Άκουσε λέξεις περιφρόνησης, προσεκτικά ξεδιαλεγμένες μέσα απ’ το σεντούκι του· και γέλια, γέλια αμήχανα και κατακόκκινα, ιδανικά να κρύψουνε τον πόνο. Μύρισε φόβο και υποταγή, ματαίωση και δάκρυα. Γεύτηκε την αλμύρα του ηττημένου. Μα μόλις πήγε να αγγίξει την πληγή του μες στη λίμνη (του φάνηκε λιγότερο τρομαχτικό· άλλωστε, είχε από καιρό ξεχάσει ν’ ακουμπάει το κορμί του), έπεσε.
Δεν πνίγηκε αμέσως ούτε κατά πώς μυθολογούν οι παλαιοί. Αφέθηκε απλώς στην ξεχασμένη αίσθηση του αγγίγματος και βούλιαξε.