ΟΦΕΙΛΕΣ
Μπορεί να μοιάζουν τίποτε όλα αυτά:
να γράφεις και να σε διαβάζουνε πέντε-έξι,
να σιωπάς και να νομίζουν πως κραυγάζεις.
Όπως, ωστόσο, κι αν το δεις,
είτε αυτόκλητος σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
είτε κατάκοπος που κάρφωνες σε μνήματα σταυρούς
είτε γιατί απλώς οραματίζεσαι μιαν ιλαρή
και βαθυστόχαστη παρθένα, να σε στεφανώσει,
εσύ εκεί, θα σέρνεις πάντα το κορμί σου
στον ρυθμό του παντέρημου λόγου,
της σκέψης που χορεύει καστανιέτες,
χορευτής χωρίς ανάσα που το σώμα του ξέχασε.
Κι αν κάποιος κάποτε έρθει και σου ψιθυρίσει
έναν μονάχα στίχο που ‘χεις γράψει
φαντάσου ευτυχία που θα νιώσεις,
που χόρεψες σφιχτά μαζί του
ένα αβρό ταγκό δευτερολέπτων.
Καλά το είπαν οι παλιοί:
Μια άσκηση στη βασιλεία του ελάχιστου η ποίηση,
για να σε μάθει να χαμογελάς που ανασαίνεις.