Στον τελευταίο σταθμό της δεκαετίας
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες (…)
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Γιώργος Σεφέρης, Τελευταίος σταθμός, Ποιήματα, Ίκαρος
Τριάντα μία Δεκεμβρίου. Έντεκα και μισή.
Σάμπως είναι ωραία κάτω εδώ,
στον τελευταίο σταθμό του αττικού μετρό:
είδα, έχει πανσέληνο απόψε εκεί πάνω.
Φεγγάρι ίσον ξαστεριά και κρούσταλλο ο αγέρας.
Και σώματα μαραγκιασμένα από δημόσιες αμαρτίες.
Σπίτια με τζάκια αναστημένα
(αυτά που τα στολίζα-
με κεράκια του φενγκ σούι της ανίας μας)
και άλλα με ξυλόσομπες.
Μπουριά, μπουριά, μπουριά
(όλο γωνίες παρακαμπτηρίους
αεραγωγών, ψευδοροφών και δαιμονίων καιρών αλλοτινών)
ξερνούν λαδομπογιές από παλιά παραθυρόφυλλα
κι από βερνικωμένα ξύλα.
Απόψε έχει έξω ξαστεριά.
Ποτέ μην κάνει ξαστεριά, ποτέ μη φλεβαρίσει!
Είναι ωραία κάτω εδώ, στον τελευταίο σταθμό
λίγο προτού το γύρισμα του χρόνου.
Όμως, θα κλείσει οσονούπω ο σταθμός, «τον χώρο εκκενώστε».
Ας ήταν, Θεέ μου, να περάσει η βραδιά
χωρίς καθόλου θέα,
ν΄ αναπαυτώ σε μια γωνιά,
δίχως να ονειρευτώ τον Προμηθέα.