«Τρίτη 4 Ιουνίου 1946, μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεθάβουν τώρα – άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα – τα αγάλματα. […] Ήταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων, μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά.»
(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε’, σελ. 38, εκδ. Ίκαρος. – Η ημερολογιακή καταγραφή αναφέρεται στην εκταφή των αγαλμάτων που οι αρχαιολόγοι είχαν κρύψει κάτω από το δάπεδο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, για να μην πέσουν στα χέρια των κατακτητών.)
Ήταν σκληρός και ο δικός μας ο Απρίλης. Λίγο πριν πέσει η πόλη, φυλάξαμε το φως στης γης τις χούφτες. Έκλεισε εκείνη απαλά στις απαλάμες της τους κούρους και τις κόρες του αρχαίου καιρού· και τον μεγάλο Δία τον χάλκινο σαν το μωρό σπαργάνωσε, μην τον μολέψουν.
Το φως γεννιέται απ’ το σκοτάδι. Υπέμενε χρόνους κρυμμένο μες στο χώμα βέβαιο πως θα φτάσει η μέρα που θα ξανανθίσει.
Πέρασαν χρόνοι και ξεθάψαμε τ’ αγάλματα. Μα εκείνα σάστισαν, γιατί φαινότανε πιο κόκκινο το αίμα μες σε τόσο ήλιο. Είχανε, βλέπεις, λησμονήσει πως πεισμώνει το σκοτάδι κι αμίλητο προσμένει τη δική του ώρα.
Το ποίημα βραβεύτηκε στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό “Νικόλαος Δελιαλής”, με θέμα “Φως”, που διοργάνωσε ο Δήμος Κοζάνης τον Ιούνιο του 2022 στο πλαίσιο του 2ου Open Book Festival.