Η πόλη τόσο υπέροχα γερνούσε!
Με αξιοπρέπεια παλαιάς αστής
σύναζε Κυριακή με Κυριακή τον χρόνο,
μέχρι να φτάσουν οι γιορτές,
να βάλει τα καλά της.
Ένιωθες τότε τον γλυκό αναβρασμό
της περασμένης νιότης
ν΄ αναδύεται.
Έρχονταν πίσω τα παιδιά
κι ήτανε λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει:
μυρωδικά και ευωδιές και καρυκεύματα
και οι καρέκλες ρεζερβέ
στα στέκια που γερνούσανε μαζί μας.
Έφτανε η ώρα
για το κατευόδιο.
Κατάκοπη η πόλη απ’ τ’ ανάδεμα της μνήμης
ευχότανε «καλή αντάμωση»
χαμογελώντας με ανακούφιση,
που ούτε τώρα την προδώσανε οι ενοχές της.