Δε μας απέμενε καθόλου σπάγγος. Και τότε στέλναμε το μήνυμα στον χαρταετό, που μόλις πια τον ξέκριναν τα μάτια μας. Περνούσαμε στο τεντωμένο το σκοινί ένα χαρτάκι μ’ ένα “γεια χαρά” και το χαζεύαμε να σκαρφαλώνει, ώσπου το καταπίναν τα ουράνια. Εκεί ψηλά η χάρτινη μποτίλια μας γινότανε πουλί, που άνοιγε τα φτερά του και πετούσε στον αέρα. Ο χαρταετός καμάρωνε ώρα πολλή αυτό που εμείς αδυνατούσαμε να δούμε. Ίσως γι’ αυτό φαινόταν μελαγχολικός κάθε που τον μαζεύαμε μετά την πτήση. Ήταν ο μόνος που το θαύμα είχε δει, μα δεν μπορούσε για το θαύμα να μιλήσει.
ΕΥΔΙΑ
Ακόμα μία άνοιξη
λυμφατική.
Χθες και προχθές και τις προάλλες
βαρύς αέρας, όλος σκόνη, και εμείς
ιδανικά αόρατοι στη στοργική θολούρα.
Μα σήμερα,
ευδία!
Τα περιγράμματα σαφή.
Όλα γυμνά.
Το φως καθάριο σαν παλιά υπόσχεση.
Μη σκιάζεσαι, διαβάτη,
μέσα στο τόσο φως!
Έτσι κι αλλιώς,
αργούν να συνηθίσουνε τα μάτια.
Ελεύθερα αφήσου
στην απατηλή αιθρία…