Στον Ν. Κ.
Δύο πεύκα. Στη Νικήτη Χαλκιδικής. Το πρώτο, μάλλον αυτοφυές, στέκει έξω από τον φράχτη ενός εξοχικού. Μπροστά του πέντε μέτρα άμμος. Στη σκιά του μπορεί να ευλογηθούν έως έξι άνθρωποι. Δεν είναι λίγο, μέσα στην λάβρα του καλοκαιριού. Ολόγυρα δεν υπάρχουν άλλα δέντρα. Εννοώ, έξω από τους φράχτες. Οι αναμνήσεις μου από αυτό φτάνουν έως δυο τρία χρόνια πίσω, τότε που έβρισκα να κάτσω στον ίσκιο του. Πέρυσι και εφέτος ήταν μονίμως κατειλημμένο από οικογένειες τουριστών. Ίσως κάποιοι από αυτούς να το θυμούνται με ευγνωμοσύνη και να το αποζητήσουν στο μέλλον.
Το δεύτερο, απάνω στο παλιό χωριό, το είχε φυτέψει ο φίλος μου, πριν από σαράντα χρόνια, στα δεκατρία του. Σε ένα σημείο του κήπου επικλινές, από εκείνα που κανείς δεν επισκέπτεται.
«Έλα, Νικόλα, σκάψε εδώ» του είπε ο παππούς του. «Θα φυτέψεις αυτό το πευκάκι και όταν θα έρχεσαι από τη Σαλονίκη, θα το φροντίζεις. Θα είναι το δικό σου δέντρο, να με θυμάσαι όταν θα έχω φύγει».
Ο μικρός είχε το νου στο ποδήλατο που ήταν πεσμένο πλάι, να πάει στην παραλία με τα άλλα παιδιά. Έσκαψε βαριεστημένα, έχωσαν το λεπτό δεντρί στο χώμα και του ρίξανε το πρώτο νερό. Τον πρώτο καιρό, όποτε θυμόταν, το πότιζε κιόλας.
Μετά ήρθε ο Σεπτέμβρης, έφυγε για τη Θεσσαλονίκη. Σε λίγα χρόνια έφυγε και ο παππούς. Το δέντρο μεγάλωνε μόνο του. Κανέναν δεν ενοχλούσε εκεί που βρισκόταν, κι ας είχε πάρει κάποια στιγμή να στραβώνει ο κορμός του. Όμως, στις μέρες μας, που έχουνε πια αλλάξει το κλίμα και οι εποχές, κάτι τέτοιο δεν είναι και πολύ συνετό. Στην πρώτη θεομηνία του φετινού καλοκαιριού το πεύκο ξεριζώθηκε. Ο φίλος μού έδειξε τ’ απομεινάρια του στοιβαγμένα με επιμέλεια πίσω από το σπίτι. Και μοιράστηκε συγκινημένος την ιστορία του.
Δυο πεύκα. Το πρώτο, σχεδόν χωρίς καθόλου παρελθόν, μακάριο μέσα στην εφήμερη ευγνωμοσύνη των τουριστών του καλοκαιριού. Το δεύτερο, χωρίς παρόν και μέλλον, με μόνο το παρελθόν μίας ανάμνησης στοργής. Μέχρι σήμερα δεν είχαν συναντηθεί μεταξύ τους.