I
Ταξίδια δύο τετραγώνων.
Με πλοηγούς
σκυλιά
μικρά-μεγάλα.
Βλέμμα αλαφιασμένο
σ΄ έρημους δρόμους-εκθετήρια αυτοκινήτων.
Καθένας κι ένας Οδυσσέας,
που “νόον ἔγνω”.
ΙΙ
Ταξίδι μιας σταγόνας:
απ’ το μπουκάλι του ορού
στο σωληνάκι, στο κορμί μου.
Εγώ ακίνητος
κι αυτή να ταξιδεύει,
σε φλέβες-ατραπούς,
σ’ ανεξερεύνητες ηπείρους.
Πώς τη ζηλεύω, να ’ξερε,
την ταξιδεύτρα…
ΙΙΙ
Πες μου σε ποιο ταξίδι σου
θα μ΄ έπαιρνες μαζί σου,
να ξεκινήσω να ετοιμάζω
τη βαλίτσα μου.
Να βάλω κάτω κάτω σαν πουλόβερ χειμωνιάτικα
τα χρόνια τ’ αταξίδευτα⸱
σε μια γωνιά, τα ρούχα που ποτέ δεν πέταξαν στο πάτωμα
τα χέρια μου τ’ αφτέρωτα⸱
και πάνω πάνω, για να μείνουν ατσαλάκωτα,
τα βράδια που ’μειναν στο τέλος
αξ
ημ
έρωτα.
Διάλεξε
πού θα πάμε,
πώς θα πάμε,
κι άμα θα γυρίσουμε.
Και να ’σαι σίγουρη
πως, όταν επιστρέψεις,
θα με πετύχεις να ετοιμάζω
μια βαλίτσα ακόμα πιο μεγάλη
για το επόμενο ταξίδι
που θα μ’ έπαιρνες μαζί σου.
IV
MAL DU DEPART
Μνήμη Γ. Σ. και Θ. Μ.
Κυλούν τα δευτερόλεπτα, οι ώρες και οι μέρες,
μα είναι οι λέξεις σου σκιές μέσα στο πούσι,
και ποιος βοριάς θε’ να φυσήξει, να το διώξει,
να βγει ο ήλιος, στην αλήθεια να τις λούσει;
Περνούν οι εβδομάδες και οι μήνες και τα χρόνια,
μα έχεις το στόμα σφαλιστό με μέγα λίθο,
και ποια Ανάσταση την πέτρα θα κυλήσει,
να βγουν τα λόγια σου, που δίψασαν τον μύθο;
Ρωτάει: “Πώς μου ζητάς να είμαι εδώ, αφού μπροστά σου είμαι;”,
τη βλέπεις κι όμως δεν πιστεύεις ό,τι είδες,
θαλασσοδέρνεσαι μες στα γραπτά σου ναυαγός
δεκάδες μίλια μακριά απ’ του Καββαδία τις Εβρίδες.
V
Σαλπάρισα και σήμερα μονάχος.
Σαν γνήσιος ναυτικός.
Κι ας γύρεψα να ’ρθείς μαζί μου.
Σου ’ταξα τόπους ξωτικούς
στα ήρεμα νερά του Ισημερινού.
Σου έβγαλα φυλλάδιο ναυτικό,
γεμάτο στίχους που ποτέ δε θα διαβάσεις.
Κάθισα κι έμαθα τ’ αστέρια,
να βρίσκω τ’ Άλφα του Κενταύρου και τον Σείριο,
μήπως και κάποιο βράδυ σου τα δείξω.
Έχουνε πει πως τίποτα χαμένο δεν πηγαίνει.
Μα είναι ταξίδι μοναξιάς ολάκερη η ζωή.
Γιατί και στ’ όνειρο να ταξιδεύω μόνος;