Όχι,
δεν ήταν τόσο η παρέλαση
ούτε η κόκκινη πομπή
που τον οδήγησε εκεί ζερβά που κάθονταν
οι των Ρωμαίων βασιλείς·
ούτε που αντηχήσανε στον θόλο οι ύμνοι τους αλλόκοτοι
για έναν Θεό ολότελα δικό τους·
δεν ήταν που σκεπάσανε με τα βελούδινα κουρέλια τους
εκείνον τον Ωραίο Παντοκράτορα,
που αρνήθηκε, την ώρα της φυγής, να μπει στο τέταρτο, το μυστικό καράβι·
ούτε οι λόγοι οι θριαμβικοί, τα πλήθη τ’ αλαλάζοντα,
τα ρίγη της συγκίνησης κι οι υποσχέσεις για καινούρια μεγαλεία.
(Το σπίτι του και το τσιφλίκι του καθένας όπως θέλει τα ορίζει.
Έτσι του μάθαν κι έτσι έκανε.
Ήτανε γεννημένος νικητής,
από τους λίγους που τους στεφανώνει αυτοπροσώπως η Ιστορία).
Όλα αυτά
μικροί εμείς, σχεδόν σιωπηλοί,
τα υπομείναμε.
Όμως,
πώς να αντέξεις κείνο το πουλί που κάποτε
κακοκελάηδησε το “Πάρθεν”;
Ήρθε ξανά και κοίταζε βουβό κι απορημένο:
Τόσοι αιώνες πέρασαν κι αναπαμό δεν έχει.