Και πάλι καύσωνας κι εσύ ευχόσουν ριπή ανέμου να σε στέρξει, να φυσήξει. Κι η ευχή σου εισακούσθηκε, μα η κουρτίνα που αναδεύτηκε ρίχνει τη γλάστρα που κοσμούσε το σαλόνι. Το χώμα ήτανε νωπό, και γέμισε το δάπεδο με λάσπη. Να σε, λοιπόν, σκυφτός να καθαρίζεις πλακάκια και αρμούς.
Πρόσεχε, στο εξής, καλά τι εύχεσαι: ποτέ δεν ξέρεις τι σου κρύβει η κουρτίνα.
ΙΙ ΠΟΑ
Φαινόσουνα ξερή, μα αναστήθηκες. Ξάφνου ξεπήδησε απ’ το χώμα η δροσερή και καταπράσινη συνέχειά σου. Κι εγώ, μικρή μου πόα, να μην μπορώ να γιάνω ούτε μία πληγή μου!
Το θέμα είναι να ’χεις στέρεες ρίζες, τελικά.
ΙΙΙ ΕΝΑ ΧΡΩΜΑ
Να πιαστώ από ένα χρώμα μες στην άχρωμη ζωή, να ποτίσω το υφάδι, να ματίσω το στημόνι, ν’ αναπνεύσω τον βοριά. Ένα χρώμα μόνο φτάνει, να φιλιώσω τη σιγή με τη στιγμή. Διάλεξ’ το εσύ για μένα κι άσε με να λερωθώ.