Ανεβαίνοντας στον Ταΰγετο, έξω από το κοιμητήριο ενός χωριού που σίγουρα θυμάμαι το όνομά του, ο ταξιδιώτης συναντά μία αναπάντεχη επιγραφή: «Οικόπεδα με θέα απεριόριστη, φυσική και μεταφυσική». Τέτοιες χειρονομίες συνιστούν μάλλον έναν ευφάνταστο τρόπο να ξορκίσει κανείς τον πιο ομολογημένο και ανομολόγητο φόβο του ανθρώπου, τον φόβο του θανάτου.
Κάθε φορά που προσπερνώ το σημείο εκείνο, πιάνω να αναρωτιέμαι τι είδους φυτά θα μπορούσαν να ευδοκιμούν στον χώρο του μεταφυσικού, ποια θα μπορούσαν να είναι τα φυτά μεταφυσικού χώρου. Όχι δε μιλώ για Παράδεισο και Κόλαση – για αυτά έχουν μιλήσει περίφημα άλλοι, πιο ειδικοί. Ούτε για κυπαρίσσια, αγάπανθους και ασφοδίλια – και τούτα τα ιστόρησαν εξαιρετικά τεχνίτες που θαυμάζω.
Στη φαντασία μου τα φυτά μεταφυσικού χώρου δεν μπορεί παρά να έχουν τη μορφή ανθρώπου. Ή μάλλον, τη μορφή του πόνου του ανθρώπου. Τα φυτά αυτά θα είναι, λοιπόν, φτιαγμένα από στεναγμούς και στεναχώριες και θρήνους. Καμωμένα από τον πόνο του κορμιού κι απ’ της ψυχής τα άλγη. Γιατί, δεν μπορεί, κάπου θα πηγαίνουν τόσοι στεναγμοί και τόσος πόνος, ώστε στο τελικό ισοζύγιασμα να κερδίζεται η αρμονία αυτού που τόσο εύστοχα έχει αποκληθεί «κόσμος».
Κάπου θα πρέπει να πήγε και το βλέμμα εκείνης της κοπέλας που είδα πριν από δύο καλοκαίρια να τριγυρνά αλαφιασμένη έξω από το Νοσοκομείο, στην Αλεξάνδρας. Ψηλή και κάτισχνη, έως είκοσι πέντε χρόνων, με κόκκινη παντάνα στο κεφάλι και κατακόκκινα τα μάτια, χωρίς βλεφαρίδες και φρύδια. Το γαλάζιο βλέμμα της, ταυτόχρονα κενό και πλήρες από την απόγνωση, βλέμμα που δεν μπορώ στιγμή να ξεχάσω, έγινε σίγουρα δεντρί στον τόπο στον οποίο αναφέρομαι. Έναν τόπο με φυτά δροσερά, όπου δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον κανένας στεναγμός, φόβος ή πόνος. Γιατί εκεί, τα δάκρυα κάθε πονεμένου γίνονται ρίζες που απλώνουν και κρύβονται στο χώμα, καθώς ο άνθρωπος αυτός πασχίζει να κρατηθεί έστω και μία ακόμη ώρα πάνω στον όμορφο κι αντιφατικό πλανήτη μας. Κι είναι καθένα από τα δέντρα τούτα ένα ακόμη τάμα στον αγώνα ανάμεσα στο μηδέν και στη μονάδα. Τάμα και παράσημο, γιατί στον κήπο αυτό κάθε δευτερόλεπτο αξίζει όσο ένας αιώνας.
Προσωπικά, από εκείνη την ημέρα, προσεύχομαι καθημερινά για την άγνωστη κοπέλα: να έχει ήδη ξεπεράσει το πρόβλημα υγείας της, και από την περιπέτειά της να έχει μείνει μόνο ένα τέτοιο δέντρο ως υπόμνηση της αιώνιας πάλης του ανθρώπου για ζωή.
Υ.Γ. Γράφω τούτες τις γραμμές – διόλου τυχαία – στον τόπο όπου συνέτυχα εκείνη την κοπέλα. Είναι καλοκαίρι και έχω ανοιχτά τα παράθυρα του σταθμευμένου μου αυτοκινήτου. Τη στιγμή που τελειώνω το κείμενό μου, μία άσπρη πεταλούδα μπαίνει από τα αριστερά μου. Διαγράφει χαρούμενους κύκλους γύρω μου για είκοσι – είκοσι πέντε δευτερόλεπτα και στη συνέχεια φεύγει από το δεξί παράθυρο. Σκέφτομαι ότι η πεταλούδα αυτή πριν από λίγο είχε, το δίχως άλλο, ευωδιάσει τον ύπνο της σε κάποιο από τα φυτά για τα οποία μίλησα παραπάνω. «Σκέψεις μεταφυσικού χώρου», συλλογίζομαι λιποψυχώντας από ορθολογισμό. Πάντως, ένα μόνο είναι σίγουρο: ότι την είδα…
Βλ. επίσης: «Φυτά εσωτερικού χώρου», στο «Περί ου» (18-9-2021)
«Φυτά εξωτερικού χώρου», στο «Περί ου» (25-6-2022)
Μπράβο Γιάννη εξαιρετικά τα ποιήματά σου
Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Αργυροπούλου. Μεγάλη τιμή το σχόλιό σας!