ΤΗΝ ΠΟΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ – ΞΥΠΟΛΗΤΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
[1]
Έκλαιγε
κόβοντας ροδέλες το κρεμμύδι
Κόκκινο της το πούλησαν
Γονείς, σύζυγος και παιδιά
Αψύ
Να κοκκινίζει τους βολβούς
Να ντρέπονται
Να μη φυτρώνει τίποτε στα μάτια.
Κόβοντας ροδέλες
Μέτρησε τη ζωή της
Σαν που μετρούν δακτύλιους
Από κομμένο δέντρο μπαομπάπ.
Βρήκε λειψά τα χρόνια της.
Λιμάρισε το μαχαίρι της κοπής
Συνέχισε να κόβει το κρεμμύδι
Και να μετρά ξανά τους δακτυλίους.
Η ίδια σούμα.
Έριξε νερό πάνω στις μνήμες, να γλιστρά το ακόνι
Τρόχισε το μαχαίρι
Έσφιξε τα δόντια
Το κάρφωσε βαθιά στο ξύλο της σιωπής.
Έλυσε την ποδιά
Βγήκε
Ξυπόλητη
Στους δρόμους.
[2]
Της φέρανε να τηγανίσει ψάρια
Της δώσανε σε μια σακούλα χάρτινη
Τραχιά σαν τα δικά τους χέρια
Μισό κιλό μπαγιάτικες κουβέντες
Πως είναι η δουλειά της στην κουζίνα, στο νεροχύτη, στην αυλή
Πώς να χορτάσεις με μισό κιλό
Βαρέθηκε πενήντα χρόνια
Να καταπίνει αμάσητες μπουκιές
Τη μοναξιά, τη θλίψη, το μισό χαμόγελο
Το μπράβο, χρυσοχέρα, νοικοκύρισσα
Κι έκατσε τώρα, στα πενήντα της
Να ξελεπιάζει μία μια κάθε λέξη
Να βγάζει τ΄ άντερα, τα βράγχια και τους βρόγχους της
Και να τα ρίχνει στον καιάδα του μυαλού της.
Έκλεισε το καπάκι ερμητικά,
Έβαλε τον απολεπιστή στη ζώνη της
Για ώρα ανάγκης
Πέταξε την ποδιά στο πάτωμα
Βγήκε
ξυπόλυτη
στους δρόμους